-
1 τανύπεπλος
A with flowing robe, freq. in [dialect] Ep. as epith. of high-born ladies or goddesses,Ἑλένη Il.3.228
, Od.4.305;Θέτις Il. 18.385
; Ἡνιόχη, Εὐδώρη, Hes.Sc.83, Fr. 180;Ἀλκμήνη IG12(8).356
(Thasos, vi B.C.); Φερο εφόνη ib.12.817, cf. B.Scol.Oxy. 2081 (e) (= 1361 Fr.5):—πλακοῦς τ., comically, Batr.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύπεπλος
-
2 τανύπεπλος
τανύ - πεπλος: with trailing robes, long-robed.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τανύπεπλος
См. также в других словарях:
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
τανύπεπλος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία γυναικών τής υψηλής κοινωνίας και θεαινών) αυτός που φορεί μακρύ πέπλο 2. φρ. «πλακοῡς τανύπεπλος» κωμική έκφραση στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. ἑλκεσί… … Dictionary of Greek