-
1 τανύ-γληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig, ταῠρος, Nonn. D. 43, 41.
-
2 τανύγληνος
τᾰνύ-γληνος, ον,A large-eyed, full-eyed, Nonn.D.43.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύγληνος
-
3 τανύγληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig
См. также в других словарях:
τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek