-
1 τανυ-πλόκαμος
τανυ-πλόκαμος, mit langen Locken, Nonn.
-
2 τανυπλόκαμος
τᾰνυ-πλόκᾰμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυπλόκαμος
-
3 τανυπλόκαμος
См. также в других словарях:
τανυπλόκαμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλες πλεξούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλόκαμος (πρβλ. χρυσο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek