-
1 ταμιευτικος
-
2 ταμιευτικός
ταμιευτικός, 1) zum Haushalten, Verwalten gehörig, geschickt, dah. haushälterisch, sparsam. – 2) in Rom quaestorius, Plut. Cat. min. 16. – Adv., Poll. 3, 116.
-
3 ταμιευτικός
ταμιευτικόςof: masc nom sg -
4 ταμιευτικός
ταμιευτικός, (1) zum Haushalten, Verwalten gehörig, geschickt, dah. haushälterisch, sparsam; (2) in Rom quaestorius -
5 ταμιευτικός
η, ό[ν]1) сберегательный; 2) кассовый -
6 ταμιευτικός
[тамиэфтикос] εκ. сберегательный, относящийся к казне.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ταμιευτικός
-
7 ταμιευτικός
[тамиэфтикос] επ сберегательный, относящийся к казне. -
8 ταμιευτικός
II at Rome, belonging to the quaestor or quaestorship, Lat. quaestorius,ἡ τ. ἐξουσία D.H.8.77
;τ. ἀρχή Supp.Epigr.7.1.3
(Susa, i A.D., Epist. Artabani), Plu.Cat.Mi.16; οἱ νόμοι οἱ τ. ibid.; ὁ τ. νόμος the law concerning the treasury, Id.Publ. 12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιευτικός
-
9 ταμιευτικόν
ταμιευτικόςof: masc acc sgταμιευτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
10 ταμιευτικούς
ταμιευτικόςof: masc acc pl -
11 ταμιευτικήν
ταμιευτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 ταμιευτικώτεροι
ταμιευτικόςof: masc nom /voc comp pl -
13 ταμιευτικών
-
14 ταμιευτικῶν
-
15 ταμιευτικής
-
16 ταμιευτικῆς
-
17 ταμιευτικώς
-
18 ταμιευτικῶς
-
19 сберегательный
επ. (απο)ταμιευτικός•-ая касса το ταμιευτήριο•
-ая книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου.
εκφρ.- ое лечение – θεραπεία για διατήρηση μέλους του σώματος. -
20 ἀργυροταμιευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροταμιευτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ταμιευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… … Dictionary of Greek
ταμιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμιευτικῶν — ταμιευτικός of fem gen pl ταμιευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικόν — ταμιευτικός of masc acc sg ταμιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικούς — ταμιευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικῆς — ταμιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικήν — ταμιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικῶς — ταμιευτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικώτεροι — ταμιευτικός of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)