-
1 ταλασίφρων
ταλασίφρωνpatient of mind: masc /fem nom /voc sg -
2 ταλασίφρων
A patient of mind, stout-hearted,ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν Il.4.421
; mostly as epith. of Odysseus, 11.466, Od.1.87, 129, al., Hes.Th. 1012; δμῶες τ. Theoc.24.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλασίφρων
-
3 ταλασίφρων
ταλασί-φρων (root ταλ, φρήν): stouthearted; epith. esp. of Odysseus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλασίφρων
-
4 ταλασίφρονα
ταλασίφρωνpatient of mind: masc /fem acc sg -
5 ταλασίφρονες
ταλασίφρωνpatient of mind: masc /fem nom /voc pl -
6 ταλασίφρονι
ταλασίφρωνpatient of mind: masc /fem dat sg -
7 ταλασίφρονος
ταλασίφρωνpatient of mind: masc /fem gen sg -
8 ταλάφρων
A = ταλασίφρων, Il.13.300, Opp.H.3.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλάφρων
-
9 ταλάφρων
ταλά-φρων = ταλασίφρων, Il. 13.300†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλάφρων
См. также в других словарях:
ταλασίφρων — patient of mind masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. ο ταλάφρων* («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων] … Dictionary of Greek
ταλασίφρονα — ταλασίφρων patient of mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονες — ταλασίφρων patient of mind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονι — ταλασίφρων patient of mind masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασίφρονος — ταλασίφρων patient of mind masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek