-
1 τακέρ'
τακερά, τακερόςmelting in the mouth: neut nom /voc /acc plτακερά̱, τακερόςmelting in the mouth: fem nom /voc /acc dualτακερά̱, τακερόςmelting in the mouth: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)τακερέ, τακερόςmelting in the mouth: masc voc sgτακεραί, τακερόςmelting in the mouth: fem nom /voc pl -
2 τακερόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τακερόω
-
3 τακέρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τακέρωσις
-
4 τακερός
A melting in the mouth, tender,ἀκροκώλια Ar.Fr.4
, Hp.Mul.2.169;σχελίδες τακερώταται Pherecr.108.13
; , cf. Hp.Aff.56, Gal.6.498, al.;τακερὰ μηκάδων μέλη Antiph.1.4
;τ. ποιεῖν τὰ κρέα Dionys.Com. 3.7
; τ. πόδες as food for invalids, Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.95,98, 100.2 metaph., melting, languishing,Ἔρως Anacr.169
;τακέρ' ὄμμασι δερκόμενος Ibyc.2
;ὡς τακερὸν.. καὶ μαλακὸν τὸ βλέμμ' ἔχει Philetaer.5
;τακεραῖς λεύσσουσα κόραις AP9.567
(Antip.);τακερὸν βλέπεις βλέμμα Alciphr.1.28
;τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν πάθος ἀνυγραίνων Luc.Am.14
. Adv. - ρῶς meltingly, of the nightingale's song,ἑλίττειν τὸ μέλος Ael.NA5.38
.II [voice] Act., serving to dissolove, soft, Aër.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τακερός
См. также в других словарях:
τακέρ' — τακερά , τακερός melting in the mouth neut nom/voc/acc pl τακερά̱ , τακερός melting in the mouth fem nom/voc/acc dual τακερά̱ , τακερός melting in the mouth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τακερέ , τακερός melting in the mouth masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Λούκας, Τζορτζ — (George Lucas, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Η καριέρα του ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν συμμετέχοντας σε έναν φοιτητικό διαγωνισμό ταινιών απέσπασε το πρώτο βραβείο για το φιλμ του… … Dictionary of Greek
Μπρίτζες, Τζεφ — (Jeff Bridges, Λος Άντζελες 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Τεσσάρων μόλις μηνών έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση αφού η οικογενειακή παράδοση τον ήθελε στην δημοσιότητα. Ο πατέρας του Λόιντ ήταν γνωστός ηθοποιός για… … Dictionary of Greek