-
1 встречный
επ.1. αντίθετος, αντιθετικός, ο κινούμενος αντίθετα προς εμάς•встречный поезд το αντίθετα ερχόμενο τραίνο•
встречный ветер αντίθετος άνεμος.
2. απαντητικός•-ое наступление αν-τεφόρμηση, αντεπίθεση•
встречный иск ανταγωγή.
ουσ. ο τυχών, ο λαχών.εκφρ.встречный план – η πάνω α-πο το πλάνο απόδοση•встречный и поперечный – όποιος λάχει (τύχει), οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε• όλοι ανεξαίρετα•первый встречный – ο πρώτος λαχών ή τυχών. -
2 попасть
-паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•
пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.
2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•
-под дождь με πιάνει η βροχή•
он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•
попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•
εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;
βρίσκω τυχαία, συναντώ•попасть на след πέφτω σε ίχνος.
3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.
4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.
|| εισάγομαι, μπαίνω•он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.
5. βλ. попасться (2 σημ.).6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.
εκφρ.попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•
он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•
он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.
2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).εκφρ.попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών. -
3 Ordinary
adj.Customary: P. and V. συνήθης, νόμιμος. εἰωθώς, εἰθισμένος, ἠθάς (Dem. 605), P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.Ordinary meeting of the Assembly: Ar. and P. κυρία Ἐκκλησία (as opposed to σύγκλητος Ἐκκλησία).Plain, common: P. and V. φαῦλος, μέτριος.In no ordinary fashion: V. οὔ τι φαύλως (Eur., Phoen, 111).You have spoken like some ordinary man: V. εἴρηκας ἐπιτυχόντος ἀνθρώπου λόγους (Eur., H.F. 1248).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ordinary
-
4 встречный
встречный1. прил ἀντίθετος, ἐνάν-τιρς:\встречный ветер ὁ ἀντίθετος ἀνεμος· \встречный поезд (τό) διασταυρούμενο τραίνο, τό ἀντίθετο τραίνο· \встречный вопрос ἡ ἀντερώτη-ση· \встречный иск юр. ἡ ἀνταγωγή·2. м ὁ διαβάτης, ὁ περαστικός:первый \встречный ὁ πρώτος τυχών. -
5 первый
перв||ыйчисл. порядк. πρώτος:\первый этаж τό πρώτο πάτωμα· Первое мая ἡ πρώτη Μαΐου· \первыйого января τήν πρωτοχρονιά· \первый ученик ὁ πρώτος μαθητής· \первыйые овощи, \первыйые плоды́ τά πρωτολούβια, τά πρωΤίμάδια· в \первыйом часу́ μετά τίς δώδεκα· по \первыйому требованию μέ τήν πρώτη ζήτηση· занять \первыйое место καταλαμβάνω τήν πρώτη θέση· ◊ \первыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· \первый встречный ὁ πρώτος τυχών с \первыйого взгляда ἐκ πρώτης δψεως, μέ τήν πρώτη ματιά· в \первыйую очередь πριν ἀπ' ὅλα· тым делом πρίν ἀπ' ἔλα· играть \первыйую скрипку παίζω τό πρώτο βιολί. -
6 поперечныЙ
попереч||ныЙприл ἐγκάρσιος:\поперечныЙный брус ἡ τραβέρσα, τό διάπηγμα, ἡ διαδοκίς· ◊ каждый встречный и \поперечныЙный разг ὁ πρώτος τυχών, ὀποιος τύχει. -
7 вершитель
-я α.διαφεντευτής, διαχειριστής, ρυθμιστής•вершитель судеб ο ρυθμιστής των τυχών•
вершитель дел ο διαχειριστής των υποθέσεων.
-
8 улица
-ы θ.1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•ленина οδός Λένιν•
глухая улица ερημική οδός•
улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.
2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•
мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•
он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.
3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•дети -ы παιδιά του δρόμου•
девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.
|| παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.εκφρ.на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος. -
9 Any one
pron.Any one soever: Ar. and P. ὁστισοῦν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Any one
-
10 Casual
adj.The casual observer: P. ὁ παρατυχών.Acting without design: V. εἰκαῖος (Soph., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Casual
-
11 Chance
subs.P. and V. τύχη, ἡOpportunity: P. and V. καιρός, ὁ.By chance: P. and V. τύχη, P. κατὰ τύχην, ἐκ τύχης.If by chance: P. and V. εἴ πως, ἐάν πως.Throw away one's chances one by one: προΐεσθαι καθʼ ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων (Dem. 13).( They reflected) that, if they had not been seen to have arrived, there would have been no chance for them: P. εἰ μὲν γὰρ μὴ ὤφθησαν ἐλθόντες, οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσιν (Thuc. 4, 73).——————v. intrans.Happen, occur: P. and V. τυγχάνειν, συντυγχάνειν, συμβαίνειν, γίγνεσθαι, παραπίπτειν, συμπίπτειν, ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι. V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν (Soph., frag.).Chance upon: see light on.——————adj.Of persons only: P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών.The riddle was not one for any chance comer to solve: τό γʼ αἴνιγμʼ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν (Soph., O.R. 393).Making inquiries of any chance comer: P. ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος (Thuc. 1, 22).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chance
-
12 Common
adj.Shared by others: P. and V. κοινός, V. ξυνός, πάγκοινος.Customary: P. and V. συνήθης, εἰωθώς, νόμιμος, εἰθισμένος, ἠθάς, P. σύντροφος, Ar. and V. νομιζόμενος.Inferior: P. and V. φαῦλος.The common people, the commons, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, δῆμος, ὁ.Make common causewith: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι (πρός, acc.).Making common causewith your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion. 577).'Twixt us and this man is nothing in common: V. ἡμῖν δὲ καὶ τῷδʼ οὐδέν ἐστιν ἐν μέσῳ (Eur., Heracl. 184; cf. Ion, 1285).What is there in common between? P. and V. τίς κοινωνία; (with two gens.).Have nothing in common with: P. οὐδὲν ἐπικοινωνεῖν (dat.).In common, jointly: P. and V. κοινῇ, εἰς κοινόν, ὁμοῦ, V. κοινῶς.For the common good: P. and V. εἰς τὸ κοινόν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Common
-
13 Commonplace
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commonplace
-
14 First
adj.In all senses: P. and V. πρῶτος.Be first born, v.; P. and V. πρεσβεύειν.You must go first: V. σοὶ βαδιστέον πάρος (Soph., El. 1502).The first comer, any chance person: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών, P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών, ὁ φθάσας.Have the first place, v.: P. πρωτεύειν, V. πρεσβεύειν, πρεσβεύεσθαι.Give the first place to: P. and V. πρεσβεύειν (acc.) (Plat.).First prize: P. πρωτεῖον (or pl.).The first day of the month: Ar. and P. ἕνη καὶ νέα.Those who are the first to confer a favour: P. οἱ προϋπάρχοντες τῷ ποιεῖν εὖ (Dem. 471).At first: P. and V. τὸ πρῶτον.Originally: P. and V. τὸ ἀρχαῖον, P. κατʼ ἀρχάς.——————adv.Earlier, before something else: P. and V. πρότερον.First and foremost: P. and V. τὸ μὲν μέγιστον, μάλιστα μέν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > First
-
15 Stray
v. trans.Of the mind: P. and V. πλανᾶσθαι.This lock of hair has strayed from its place: V. ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ’ ὅδε (Eur., Bacch. 928).——————adj.Random: V. εἰκαῖος.At random: use adv. P. and V. εἰκῆ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stray
-
16 Street
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Street
-
17 Wreck
v. trans.——————subs.Shipwreck: P. and V. ναυαγία, ἡ.Saving one from the wreck of many hopes: V. πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων μιᾶς τυχών (Æsch., Ag. 505).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreck
См. также в других словарях:
Τύχων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχων Βράχιος — (Tycho Brahe, Κνούντστρουπ 1546 – Πράγα 1601). Δανός αστρονόμος. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Δανία και στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την αστρονομία και έγινε γνωστός για τις παρατηρήσεις του στον Σουπερνόβα, αστέρα που εμφανίστηκε το 1572… … Dictionary of Greek
Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού … Dictionary of Greek
τυχών — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ βλ. τυγχάνω … Dictionary of Greek
Τυχῶν — Τύχη act fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχῶν — τύχη act fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχών — τυγχάνω happen to be at aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχων — τύχος instrument for working stone masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχωνα — Τύχων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχωνι — Τύχων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύχωνος — Τύχων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)