Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τύλῳ

См. также в других словарях:

  • τυλώ — όω, ΜΑ βλ. τυλώνω …   Dictionary of Greek

  • τύλῳ — τύλος callus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα …   Dictionary of Greek

  • PERSICUM Mare — et Persicus sinus, pars maris Rubri (quod Arabiam Felicem ad ortum alluit) inter Arabiam ad Meridiem, et Carmaniam, Persidem, et Susianam ad Boream ingrediens, et alluens, in longitudinem 10000. stad. patens ex Str abone, at ex recentioribus 225 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατύλωτος — ἀτύλωτος, ον (Α) [τυλώ] αυτός που δεν έχει κάλους …   Dictionary of Greek

  • κατατυλώ — κατατυλῶ, έω (Μ) τυλίγω σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυλῶ] …   Dictionary of Greek

  • συντυλώ — όω, Α καλύπτω εντελώς κάτι με κάλους, με περιγεγραμμένες υπερκερατώσεις τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τυλῶ «σκληραίνω, τραχύνω» (< τύλος «κάλος»)] …   Dictionary of Greek

  • τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) …   Dictionary of Greek

  • τύλωμα — το, ΝΜΑ [τυλῶ, ώνω] το αποτέλεσμα τού τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος νεοελλ. υπερπλήρωση, παραγέμισμα τής κοιλιάς με φαγητά αρχ. το πέλμα τού ποδιού …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»