-
1 впредь
впредьнареч στό μέλλον, στό ἐξής, ἀπό τώρα καί στό ἐξής, ἀπό τούδε καί εἰς τό ἐξης, τοῦ λοιπού:\впредь до... ἐως δτου... -
2 Next
adv.After this or that: P. and V. ἐντεῦθεν, ἔπειτα, εἶτα.Next in order: P. and V. ἑξῆς.——————prep.Next to: Ar. and P. ἑξῆς (gen. or dat.).Be next to: P. ἔχεσθαι (gen.).Next to, almost, met.: P. and V. σχεδόν.——————adj.Of time: P. and V. ὁ ἐπιών, P, ὁ ἐπιγιγνόμενος.On the next day: P. τῇ ὑστεραίᾳ, τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ, V. θἀτέρᾳ (Soph., O.R. 782).Next in order: P. ὁ. ἐφεξῆς, ὁ ἑξῆς, ὁ ἐχόμενος.Be next of kin, v.: P. and V. ἐγγύτατα, γένους εἶναι (cf., also Ar., Av. 1666), P. ἀγχιστεύειν.The next world: see under World.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Next
-
3 обстоять
обстоять: дело \обстоятьит так η υπόθεση είναι το εξής* * *де́ло обстои́т так — η υπόθεση είναι το εξής
-
4 вперед
впереднареч1. ἐμπρός, πρόσω, προς τά ἐμπρός:идти \вперед πηγαίνω ἐμπρός, προχωρώ·2. (впредь) разг στό ἐξής, στό μέλλον, ἀπό τώρα καί μπρος:\вперед будь осторожнее στό ἐξής νά είσαι πιό προσεκτικός·3. (прежде, заранее) разг μπροστά, πρώτα:брать плату \вперед παίρνω τήν πληρωμή μπροστά· ◊ часы иду́т \вперед τό ρολόϊ πάει μπροστά. -
5 follow
['foləu] 1. verb1) (to go or come after: I will follow (you).) ακολουθώ,παρακολουθώ2) (to go along (a road, river etc): Follow this road.) ακολουθώ3) (to understand: Do you follow (my argument)?) καταλαβαίνω4) (to act according to: I followed his advice.) ακολουθώ•- follower- following 2. adjective1) (coming after: the following day.) επόμενος2) (about to be mentioned: You will need the following things.) εξής,ακόλουθοι3. preposition(after; as a result of: Following his illness, his hair turned white.) μετά από4. pronoun(things about to be mentioned: You must bring the following - pen, pencil, paper and rubber.) εξής,ακόλουθα- follow up -
6 вперед
επίρ.1. (δείχει κατεύθυνση) εμπρός, μπρος, μπροστά, προς τα μπρος•шагать вперед βαδίζω προς τα μπρος•
продвинуться вперед προχωρώ μπροστά• вперед, ребята! εμπρός, παιδιά!• вперед, к победе! εμπρός, προς (για) τη νίκη!•
идти -προπορεύομαι.
2. στο εξής, στο μέλλον, άλλη φορά•вперед будьте осмотрительнее στο εξής να είστε προσεχτικότεροι.
3. πριν, προτού, πρώτα, προηγούμενα•вперед подумай, а потом скажи πρώτα να σκεφτείς κι ύστερα να πεις, πρώτα σκέψου και μετά πες.
4. πρώτα, προηγούμενα, εκ των προτέρων•заплатить вперед προπληρώνω.
5. (επιφ.) εμπρός!•взвод вперед ! διμοιρία, εμπρός!
εκφρ.шаг вперед – ένα βήμα μπρος (μερική πρόοδος). -
7 впредь
επίρ.στο εξής, απ’ εδώ και μπρος (ή πέρα), στο μέλλον άλλη φορά•впредь будь осторожен στο εξής να είσαι προσεχτικός•
впредь до ως που, ως (έως) ότου.
-
8 следующий
επ. από μτχ.επόμενος, ακόλουθος, κατοπινός, άλλος•на следующий день την άλλη μέρα•
-ая страница η επόμενη σελίδα•
в следующий раз την άλλη φορά.
|| ο εξής•нужно поступать -им образом πρέπει να φέρνεσαι κατά τον εξής τρόπο.
-
9 Continuation
subs.See Continuance.That which comes next to: P. τὸ ἑξῆς (gen. or dat.).The continuation of the argument: P. ὁ ἑξῆς λόγος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Continuation
-
10 следующий
επόμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > следующий
-
11 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
12 впереди
впереди1. нареч μπροστά, ἐμπρός, ἐμπροσθεν:стать \впереди στέκομαι ἐπί κεφαλής (или μπροστά)· идти \впереди πηγαίνω ἐμπρός, προηγούμαι·2. нареч (в будущем) είς τό μέλλον, εἰς τό ἐξής·3. предлог πρίν, πρό, μπροστά:\впереди всех πρίν ἀπ' ὀλους. -
13 дальнейший
дальнейш||ийприл (последующий) ὁ ἐπόμενος, ὁ παρακάτω, ὁ παραπέρα, ἀκόλουθος, ἀπώτερος:в \дальнейшийем (в будущем) στό ἐξής, είς τό μέλλον до получения \дальнейшийих указаний μέχρι λήψεως νεωτέρων ὁδηγιών. -
14 заключатьаться
заключать||а́тьсянесов ί. (находиться в чем-л.) βρίσκομαι, περιέχομαι·2. (состоять в чем-л.) συνίσταμαι:дело \заключатьатьсяается в следующем... ἡ ὑπόθεση συνίσταται στό ἐξής...·3. (заканчиваться) τελειώνω(άμετ.). -
15 отсюда
отсюданареч в разн. знач. ἀπό δῶ, ἀπ· ἐδῶ:\отсюда до реки́ два километра ἀπ' ἐδῶ ὡς τόν ποταμό εἶναι δύο χιλιόμετρα· \отсюда и досюда ἀπ' ἐδῶ ὡς ἐκεΓ убирайтесь вон \отсюда! ἀδειάστε μου τόν τόπο!· \отсюда можно заключить следующее ἀπ' ἐδῶ μπορούμε νά συμπεράνουμε τό ἐξής. -
16 сводиться
своди||ться(κ чему-л.) ἀνάγομαι, συνίσταμαι:дело сводится к следующему ἡ ὑπόθεση συνίσταται είς τό ἐξής. -
17 следующий
следующ||ий1. прим.. от следовать·2. прил ἐπόμενος, ἀκόλουθος:на \следующий день τήν ἐπομένη[ν] (ἡμέρα), τήν ἐπαύριον на \следующий год τό ἐπόμενον ἔτος, τοῦ χρόνου· продолжение в \следующийем номере, выпуске ἡ συνέχεια είς τό προσεχές τεῦχος· \следующийим образом ὡς ἐξής· кто \следующий? ποιος ἔχει σειρά· ποιος εἶναι ὁ ἐπόμενος; -
18 хотя
хотясоюз1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός. -
19 in future
adverb (after this; from now on: Don't do that in future.) στο μέλλον,στο εξής -
20 больше
1. συγκρ. β. του επ. большой, великий κ. του επιρ. многоπερισσότερος, μεγαλύτερος•этот велик, а тот еще больше αυτός είναι μεγάλος, αλλά εκείνος ακόμα πιο μεγάλος•
больше внимание детям περισσότερη προσοχή στα παιδιά.
2. παραπέρα, στο εξής, άλλο, πια•не пью водки άλλο (πια) δεν πίνω βότκα•
не плачь больше μην κλαις άλλο•
больше не буду άλλη φορά δε θα το ξανακάνω•
больше чем когда бы то ни было περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
εκφρ.не больше (и) не меньше как... – βλ. εκφρ. στη λ. более• больше того; больше чем βλ. στη λ. более.
См. также в других словарях:
ἑξῆς — one after another indeclform (adverb) ἔχω check fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek
εξής — επίρρ. τροπ. 1. στη σειρά, στη συνέχεια, εφεξής, ακόλουθα. 2. με το άρθρο ως επίθ., ο, η, το, οι, τα εξής ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο έπειτα, ο κατοπινός: Είχε το εξής σχέδιο. 3. φρ., «ως εξής», με τον επόμενο τρόπο: Θα ενεργήσουμε ως εξής. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξῆς — ἔξεστι it is allowed imperf ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕξης — ἕξις having fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek