Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ+ἑξῆς

  • 21 дальнейший

    -ая, -ее, επ., επόμενος, ακόλουθος, κατοπινός, ο παραπέρα, ο παρακάτω•

    я отказываюсь от -их переговоров δε δέχομαι παραπέρα συνομιλίες•

    он не дал -их объяснений δεν ε’δοσε παραπέρα (περισσότερες) εξηγήσεις.

    εκφρ.
    в -ем – α) στο εξής, στο μέλλον, β) παρακάτω (στο βιβλίς, χειρόγραφο κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > дальнейший

  • 22 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 23 до...

    (πρόθεμα) προσδίνει στά ρήματα τις εξής σημασίες:
    1. ολοκλήρωση, περάτωση της ενέργειας: дочитать, допить, доесть,доехать.
    2. συμπλήρωση ως το κανονικό ή επιπρόσθετα: докупить, дополучать, досыпать.
    3. με το μόριο «-ся» σημαίνει ενέργεια μέχρι ενός αποτελέσματος, μέχρι ενός βαθμού: дозвониться, добудиться, дозваться, доболтаться.
    4. προ: дошкольный, дореволюционный.
    5. σε συνδυασμό με βραχέα ποιοτικά επίθετα σχηματίζονται επιρρήματα, που αντιστοιχούν με τα: κατά..., ολο...: «добела» – κάτασπρα, «досуха» – κατάξερα, «догола» – ολόγυμνα.

    Большой русско-греческий словарь > до...

  • 24 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 25 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 26 заключать

    ρ.δ.
    1. βλ. заключить.
    2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•

    из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;

    3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•

    книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•

    заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.

    1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•

    в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•

    никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.

    2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•

    все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•

    дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.

    3. τελειώνω, κλείνω•

    письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.

    Большой русско-греческий словарь > заключать

  • 27 заречься

    -екусь, -ечешься, -екутся, παρλθ. χρ. зарекся
    -еклась, -лось
    ρ.σ. ορκίζομαι να μην πράξω στο εξής, ορνιοδοτώ, κάνω όρκο.

    Большой русско-греческий словарь > заречься

  • 28 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 29 напредки

    επίρ. (διαλκ.) στο εξής, στο μέλλον, απ εδώ και μπρος.

    Большой русско-греческий словарь > напредки

  • 30 отныне

    επίρ.
    από τώρα, απ εδώ και μπρος, απ εδώ και πέρα, απ εδώ και στο εξής.

    Большой русско-греческий словарь > отныне

  • 31 способ

    α.
    τρόπος•

    капиталистический -производства καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής•

    социалистический способ производства σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής•

    решение задачи различными -ами λύση του προβλήματος με διάφορους τρόπους•

    следующим -ом με τον εξής τρόπο•

    каким -ом? με ποιο τρόπο;•

    обычным -ом με το συνηθισμένο τρόπο•

    способ выражения τρόπος έκφρασης•

    способ действия τρόπος ενέργειας•

    всеми -ами με όλους τους τρόπους.

    Большой русско-греческий словарь > способ

  • 32 уговор

    α.
    1. η πειθώ, πειστικά λόγια•

    он не поддатся никаким -ам αυτός δεν πείθεται με τίποτε.

    2. συμφωνία, συνομολόγηση•

    дать что с -ом δίνω κάτι με συμφωνία•

    я согласен на всё, но с таким -ом συμφωνώ σε όλα, όμως με τον εξής όρο.

    Большой русско-греческий словарь > уговор

  • 33 явствовать

    -ствует
    ρ.δ.
    (γραπ. λόγος)γίνομαι φανερός, φαίνομαι προκύπτω, συνάγομαι• βγαίνω συμπεραίνομαι•

    из дела -ствует следующее από την υπόθεση γίνεται φανερό το εξής.

    Большой русско-греческий словарь > явствовать

  • 34 Abreast

    adv.
    In a line: P. and V. ἑξῆς, ἐφεξῆς.
    Keep abreast of, v.: use P. and V. ἕπεσθαι (dat.), συνέπεσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abreast

  • 35 Chain

    subs.
    P. and V. δεσμός, ὁ, V. δεσμώματα, τά, ἀμφίβληστρα, τά, ψλια, τά, P. ἅλυσις, ἡ.
    Chains of brass: V. χαλκεύματα, τά.
    Fetter: P. and V. πέδη, ἡ.
    Series: P. and V. διαδοχή, ἡ.
    Events long-past I have found to be as I have related, though they involve difficulties as far as trusting every link in the chain of evidence: P. τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῖτα εὖρον χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι (Thuc. 1, 20).
    Put in chains, v. trans.: P. and V. δεῖν, δεσμεύειν.
    In chains: use adj., Ar. and V. δέσμιος, or P. and V. δεδεμένος (perf. part. pass. δεῖν) .
    ——————
    v. trans.
    P. and V. δεῖν, συνδεῖν, V. ἐκδεῖν; see Bind.
    Fetter: P. and V. πεδᾶν (Plat. but rare P.), ποδίζειν (Xen., and Soph., frag.), Ar. and P. συμποδίζειν

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chain

  • 36 Chronologically

    adv.
    In order: P. and V. ἑξῆς.
    As regards dates, P. κατὰ χρόνους.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chronologically

  • 37 Consecutively

    adv.
    In order: P. and V. ἑξῆς, ἐφεξης.
    Continuously: Ar. and P. συνεχῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consecutively

  • 38 Gradation

    subs.
    Succession: P. and V. διαδοχή, ἡ.
    Order, arrangement: P. and V. τάξις, ἡ.
    In gradation: use adv., P. and V. ἑξῆς, ἐφεξῆς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gradation

  • 39 Line

    subs.
    P. and V. γραμμή, ἡ (Eur., frag.).
    Carpenter's line: P. and V. στάθμη, ἡ.
    Row: P. and V. τάξις, ἡ, στοῖχος, ὁ, P. στίχος, ὁ.
    In a line: P. κατὰ στοῖχον.
    In order: P. and V. ἑξῆς, ἐφεξῆς.
    Line to mark the winning point: Ar. and V. γραμμή, ἡ.
    Fishing line: V. ὁρμιά, ἡ.
    Line of a fishing net: V. κλωστὴρ λνου.
    Wrinkle: Ar. and P.υτς, ἡ.
    Line of battle: P. and V. τάξις, ἡ, P. παράταξις, ἡ, Ar. and V. στχες, αἱ.
    File, row: P. and V. στοῖχος, ὁ.
    Troops in line of battle: P. φάλαγξ, ἡ.
    Draw up in line, v.: Ar. and P. παρατάσσειν.
    In line: of ships, P. μετωπηδόν, opposed to in column, of troops, P. ἐπὶ φάλαγγος (Xen.).
    Win all along the line: P. νικᾶν διὰ παντός.
    Break the enemy's line of ships, v.: P. διεκπλεῖν (absol.); see Break.
    Lines of circumvallation: P. περιτείχισμα, τό, περιτειχισμός, ὁ,
    Line of poetry: Ar. and P. στχος, ὁ, ἔπος, τό.
    Line of march: P. and V. ὁδός, ἡ, πορεία, ἡ.
    Family: P. and V. γένος, τό, V. σπέρμα, τό, ῥίζα, ἡ, ῥίζωμα, τό; see Family.
    Being thus related through the male and not the female line: P. πρὸς ἀνδρῶν ἔχων τὴν συγγένειαν ταύτην καὶ οὐ πρὸς γυναικῶν (Dem. 1084).
    Line of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Draw the line, lay down limits, v.: P. and V. ὁρίζειν (absol.).
    Strike out a new line: Ar. and P. καινοτομεῖν (absol.).
    The founders must know the lines they wish poets to follow in their myths: P. οἰκισταῖς τοὺς τύπους προσήκει εἰδέναι ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς (Plat., Rep. 379A).
    It's a pretty scheme and quite in your line: Ar. τὸ πρᾶγμα κομψὸν καὶ σφόδρʼ ἐκ τοῦ σοῦ τρόπου (Thesm. 93).
    ——————
    v. trans.
    Fill, man: P. and V. πληροῦν.
    Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν.
    Mark, furrow: V. χαράσσειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Line

  • 40 Link

    subs.
    Joint: V. ἁρμός, ὁ.
    met., bond: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.
    Part: P. and V. μέρος, τό.
    This is the link that holds together the cities of men: V. τὸ γὰρ τοι σύνεχον ἀνθρώπων πόλεις τοῦτʼ ἔστι (Eur., Supp. 312).
    Events long past I have found to be as I said, though they involve difficulties as far as trusting every link in the chain of evidence: P. τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῦτα ηὗρον χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι (Thuc. 1, 20).
    Torch: see Torch.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. συνάπτειν; see Join.
    met., P. and V. συνδεῖν.
    Hold together: P. and V. συνέχειν.
    To what a destiny are you linked: V. οἵᾳ συμφορᾷ συνεζύγης (Eur., Hipp. 1389).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Link

См. также в других словарях:

  • ἑξῆς — one after another indeclform (adverb) ἔχω check fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… …   Dictionary of Greek

  • εξής — επίρρ. τροπ. 1. στη σειρά, στη συνέχεια, εφεξής, ακόλουθα. 2. με το άρθρο ως επίθ., ο, η, το, οι, τα εξής ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο έπειτα, ο κατοπινός: Είχε το εξής σχέδιο. 3. φρ., «ως εξής», με τον επόμενο τρόπο: Θα ενεργήσουμε ως εξής. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξῆς — ἔξεστι it is allowed imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕξης — ἕξις having fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»