-
21 ἐπεγείρω
A awaken, rouse up,τινά Od.22.431
, Thgn.469, Ar.Av. 83:—[voice] Pass., to be roused from sleep, wake up, Hom., only in [tense] aor. forms ἐπέγρετο, ἐπεγρόμενος, Il.10.124, 14, 256, Od.20.57;μέχρι ἐπέγρωνται Hp.Morb.Sacr.1
;φεύγετε.. ἄνδρ' ἐπεγειρόμενον E.HF 1083
(anap.);δόξαι, αἳ ἐρωτήσει ἐπεγερθεῖσαι ἐπιστῆμαι γίγνονται Pl.Men. 86a
: [tense] pf. ἐπήγερται is dub. l. in Luc.Zeux.4.II metaph., awaken, excite,πόλεμον εὕδοντ' Sol.4.19
;διωγμόν Act.Ap.13.50
; (lyr.); ἐπὶ.. θρῆνον ἐ. ib. 1778 (anap.); ; stir up,τὸ Ἑλληνικόν Hdt.7.139
;τὰς ψυχάς Act.Ap.14.2
;ἡμᾶς εἰς τὴν νεότητα μνήμῃ ἐ. Pl.Lg. 657d
;τοῦ ἐπεγείροντος ὥσπερ μύωπος δεήσει Socr.Ep.1.6
:—[voice] Pass., ἐπηγέρθη [ἡ Ταλθυβίου μῆνις] Hdt.7.137; 14.52.III erect, raise, τὰς ἀκάνθας -ων erecting his prickles, like certain fish when irritated, Com.Adesp. 1338 ( = [S.]Fr. 1121);ὅταν ἐπεγερθῶσιν φλύκταιναι Philum.Ven.17.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεγείρω
-
22 ἐπινεύω
A- νεύσω Luc.Sat.4
,- νεύσομαι Aristaenet.2.1
:—nod to, in token of command or approval, nod assent, opp.ἀνανεύω, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι Il.15.75
; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσεΚρονίων 1.528
, etc.;ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pi.I.8(7).49
; σὺ.. ἐπένευσας τάδε did'st approve, sanction these acts, E.Or. 284, cf. D.18.324; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true,Aeschin.3.59; σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ.. ἐπινεύουσι they indicate falsehoods without speaking, D.21.139: abs., Antipho 2.2.7; Ἑλληνικὸν ἐ. give a Greek nod, Ar.Ach. 115: c. acc., grant or promise, (lyr.); τι Id.Ba. 1349;ὑπέρ τινος Plb.21.5.3
: c. dat.,ἐ. τῇ δεήσει τινός PGiss. 1.41
ii 9 (ii A.D.): c. dat. pers.,ἐ. τισὶ δεομένοις SIG888.13
(Macedonia, iii A.D.): c. dat. pers. et inf., permit,κῴδια ἐ. ἡμῖν ἐργάζεσθαι PPetr.2p.108
(iii B.C.).2. make a sign to another to do a thing, order him to do, c. inf.,ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ.. στορέσαι λέχος Il.9.620
:abs., Od.16.164(tm.), h.Cer. 169, 466, X.Cyr.5.5.37.3. nod forwards, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ he nodded with his helmet, i.e.it nodded, Il.22.314;λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186
;ἐ. ἐς τὸ κάταντες Luc.DDeor.25.2
; πέτραι ἐπινενευκυῖαι overhanging, Id.Prom.1.4. incline towards, .6. trans., elevate, point upwards, Id.Bel.78.8, 89.14:—[voice] Pass., to be inclined downwards, opp. ἐξυπτιάζεσθαι, S.E. P.1.120.7. ἐπινενευκὼς σφυγμός, name coined by Archigenes, Gal.8.479.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινεύω
-
23 ἱμάτιον
A a piece of dress; in usage always of an outer garment, formed by an oblong piece of cloth worn above the χιτών, Ar.Ec. 333, IG22.1524.205, al., D.24.114, etc.;λαμπρὸν ἱ. ἔχων Epich.[277]
; θοἰμάτιον by crasis for τὸ ἱμ-, Ar.Nu. 179, al.;θοἰμάτιον καθεὶς ἄχρι τῶν σφυρῶν D.19.314
;ἱματίων ἕλξεις Pl.Alc.1.122c
; of the Roman toga, Plu.Brut.17, Cor.14: hence ἐν ἱματίοις, of civilians,= togati, Id.Cam.10; but ἱ. Ἑλληνικόν, opp. the toga, Luc.Merc.Cond.25.2 ἱμάτια, τά, generally, clothes, Hdt.1.9, Pl.Plt. 279e, D.27.10; by crasis,θαἰμάτια Hippon.83.1
, Ar.V. 408 (lyr.), Lys. 1093; of grave-clothes, ἐν εἱμ. τρισὶ [θάπτειν] IG 12(5).593.2 (Iulis, v/iv B.), cf. Plu.Sol.21.3 metaph.,ἱμάτια πόλεως τείχη Eust.1871.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμάτιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… … Dictionary of Greek
Ελληνικόν Θέατρον — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό περιοδικό (1825 1933). Ιδρυτής του ήταν ο Π. Καλογερικός. Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε το 1847 στη Σμύρνη ένα άλλο, βραχύβιο περιοδικό, από τον Γ. Ροδοκανάκη … Dictionary of Greek
Ἑλληνικόν — Ἑλληνικός Hellenic masc acc sg Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλληνικόν — Ἑλληνικός Hellenic masc acc sg Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Забирас, Георгиос — Георгиос Забирас (Ζαβίρας, Γεώργιος, 1744 1804) греческий учёный, автор изданной Афинским университетом «Νέα Έλλας ή έλληνικόν θέατρον»[1] (1872) и других произведений. Примечания ↑ Новая Греция: греческий театр … Википедия
Dimítrios Gaziádis — (en grec moderne : Δημήτριος Γαζιάδης) né à Athènes en 1897[1] et mort dans cette même ville en 1961[2] était un des pionniers du cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Βοβολίνης, Κωνσταντίνος — (1913 – 1970).Δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά. Διετέλεσε βουλευτής Πειραιά, γενικός γραμματέας του δήμου Πειραιώς (1938 41) και της Βουλής (1925 53). Τον Μάιο του 1941 ίδρυσε μαζί με τον Λ. Πηνιάτογλου και τον Ι. Μήλιο, την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Παππούλιας, Δημήτριος — (Αθήνα 1878 – 1932). Έλληνας νομικός. Διδάκτορας της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1898) και με δεκαετείς σπουδές και έρευνες στο Γκέτινγκεν και στη Λιψία, διορίστηκε το 1911 τακτικός καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική Σχολή του… … Dictionary of Greek
Φιριππίδης, Νικόλαος — (1878 – 1942). Ιστοριοδίφης. Διετέλεσε διευθυντής της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια, πολλά χειρόγραφα της οποίας δημοσίευσε στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος και σε άλλα έντυπα. Σε βιβλία του κυκλοφόρησαν τα ακόλουθα έργα: Ιστορικόν… … Dictionary of Greek
Ellinikon International Airport — Infobox Airport name = Ellinikon International Airport nativename = Διεθνής Αερολιμένας Ελληνικού nativename a = nativename r = image width = caption = IATA = ΑΤΗ ICAO = LGAT type = Closed owner = operator = Closed city served = location = Athens … Wikipedia