-
1 Εκατειον
τό гекатей1) v. l. Ἑκάταιον - святилище Гекаты Arph.2) статуя Гекаты, ставившаяся у входа в дом или на распутье трёх дорог Arph. -
2 Εκαταιον
-
3 Εκατησιον
См. также в других словарях:
εκατήσιος — ἑκατήσιος, ία, ιον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εκάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατήσιον (και Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον) ιερό άγαλμα τής Εκάτης … Dictionary of Greek