Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ+ἐπ'+ἀριστερὰ+μέρος

  • 1 μέρος

    μέρος, ους, τό (Pind., Hdt.+).
    part, in contrast to the whole
    gener. (Ocellus Luc. c. 12 τὸ πᾶν ἢ μέρος τι τοῦ παντός; Alex. Aphr., An. II 1 p. 13, 16 μ. ἐν ὅλῳ; Gen 47:24; Philo, Spec. Leg. 3, 189 τ. ὅλου κ. τῶν μερῶν al.; Ath. 12, 3 μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς τὸ πᾶν … δοκιμάζουσιν) w. the gen. of the whole τὸ ἐπιβάλλον μ. τῆς οὐσίας the part of the property that falls to me Lk 15:12 (SIG 346, 36 τὸ μέρος τὸ ἐπιβάλλον; 1106, 80). μ. τι τοῦ ἀγροῦ a part of the field Hs 5, 2, 2. δύο μέρη τῆς ῥάβδου two thirds of the stick (Thu. 1, 104, 2 τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν πρὸς τὸ τρίτον μέρος; SIG 975, 24f) Hs 8, 1, 12f; cp. 8, 5, 3ff; 8, 8, 4; 8, 9, 1. τὸ πλεῖστον μ. αὐτῶν 8, 2, 9; cp. 9, 7, 4 and 8, 1, 16. τὰ λοιπὰ μ. 8, 1, 15. Also without gen., when it is plain fr. the context how much of a contrast betw. part and whole is involved μὴ ἔχον μέρος τι σκοτεινόν with no dark part Lk 11:36; cp. J 19:23 (Jos., Ant. 1, 172 μέρη τέσσαρα ποιήσαντες); Ac 5:2; Rv 16:19; Hv 4, 3, 4f. Of the Christians ἐκλογῆς μ. a chosen portion fr. among all humankind 1 Cl 29:1.
    specialized uses
    α. component, element τινὰ μέρη ἔχουσιν τ. ἀνομίας they still have certain elements of lawlessness Hv 3, 6, 4b.
    β. of parts of the body (Diod S 32, 12, 1 τὰ τοῦ σώματος μέρη; Dio Chrys. 16 [33], 62; Plut., Mor. 38a μ. τ. σώματος; Artem. 3, 51 al.; Herodian 8, 4, 10; PRyl 145, 14 [38 A.D.]; PGM 4, 2390; 2392; Tat. 16, 1) fig., of the body whose head is Christ Eph 4:16 (on the text s. μέλος 2; for the idea σῶμα, end).
    γ. τὰ μέρη the parts (of a geographical area), region, district (Herodian 6, 5, 7; Jos., Ant. 12, 234; B-D-F §141, 2; s. Rob. 408) τῆς Γαλιλαίας Mt 2:22. τὰ μ. τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην Ac 2:10; cp. 20:2. Also of a district in or around a city (cp. UPZ 180b, 8 [113 B.C.] οἰκίας τῆς οὔσης ἐν τῷ ἀπὸ νότου μέρει Διὸς πόλεως) τὰ μ. Τύρου καὶ Σιδῶνος the district of Tyre and Sidon Mt 15:21; cp. 16:13; Mk 8:10; J 6:1 D; Ac 7:43 D. τὰ ἀνωτερικὰ μέρη the upper (=inland) regions, interior (cp. PHamb 54 I, 14 τὰ ἄνω μέρη of the upper Nile valley) Ac 19:1.—Eph 4:9 (s. κατώτερος).
    δ. side (Diod S 2, 9, 3 ἐφʼ ἑκάτερον μέρος=on both sides; Ex 32:15; 1 Macc 9:12; TestJud 5:4; Ath. 1, 4 τὸ ἕτερον … τῆς κεφαλῆς μέρος) Hs 9, 2, 3. τὰ δεξιὰ μ. on the right side, τὰ ἀριστερὰ μ. on the left side v 3, 1, 9; 3, 2, 1. Of a vessel τὰ δεξιὰ μ. τοῦ πλοίου the right side of the boat (as the lucky side? cp. Il. 12, 239; 13, 821 of a bird of omen) J 21:6 (of a body part POxy 3195, II 40, 43 [331 A.D.]). τὰ ἐξώτερα μ. τῆς οἰκοδομῆς the outside of the building Hs 9, 9, 3.—New Docs 3, 75.
    ε. piece ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος a piece of broiled fish Lk 24:42.—μ. τι λαμβάνειν take a portion Hv 3, 1, 6.
    ζ. party (Jos., Bell. 1, 143; POxy 1278, 24; PFlor 47, 17; PLond III, 1028, 18 p. 277 [VII A.D.] τοῦ πρασίνου μέρους=‘of the green party’) Ac 23:6. τινὲς τ. γραμματέων τ. μέρους τ. Φαρισαίων vs. 9.
    η. branch or line of business (cp. PFlor 89, 2 after Preisigke, Berichtigungsliste 1922, 147 τὰ μέρη τῆς διοικήσεως=‘the branches of the administration’) Ac 19:27.
    θ. matter, affair (Menand., Epitr. 234 S. [58 Kö.], Per. 297 S. [107 Kö.]; Diod S 2, 27, 1; Περὶ ὕψους 12, 5 [μέρη=objects]; Jos., Ant. 15, 61 τούτῳ τῷ μέρει; PRyl 127, 12 [29 A.D.] ἀναζητῆσαι ὑπὲρ τοῦ μέρους=‘begin an investigation concerning the matter’) ἐν τούτῳ τῷ μέρει in this case, in this matter (cp. Polyb. 18, 18, 2 τ. πίστιν ἐν τούτῳ τῷ μέρει διαφυλάττειν) 2 Cor 3:10; 9:3 (s. also ἐν μέρει in c below). Cp. 1 Pt 4:16 v.l.
    used w. prepositions: ἀνὰ μέρος one after the other, in succession (s. ἀνά 2) 1 Cor 14:27.—ἀπὸ μέρους in part (Dio Chrys. 28 [45], 3; Ael. Aristid. 32, 4 K.=12 p. 135 D.; Ptolem., Apotel. 2, 10, 2; Epict. 1, 27, 17 διʼ ὅλων ἢ ἀ. μ.; PRyl 133, 17; BGU 1201, 15 [2 A.D.]; PTebt 402, 2; POxy 1681, 9; Just., A II, 10, 8 Χριστῷ … τῷ … ἄ. μ. γνωσθέντι) πώρωσις ἀ. μ. a partial hardening Ro 11:25. τολμηρότερον … ἀ. μ. very boldly on some points 15:15. καθὼς ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀ. μ. as you have understood us in part 2 Cor 1:14. Also for a while: ἀ. μ. ἐμπλησθῆναί τινος enjoy someone’s company for a while Ro 15:24; cp. 2 Cor 2:5 in some degree.—ἐκ μέρους in part, individually (Ael. Aristid. 54 p. 695 D.; 698; SIG 852, 30 … ὅλη, ἐκ μέρους δέ … ; PLond III, 1166, 14 p. 105 [42 A.D.]; BGU 538, 33; PRyl 233, 6; Philo, Mos. 2, 1 al.) individually 1 Cor 12:27. ἐκ μ. γινώσκειν know in part 13:9a, 12; cp. vs. 9b. τὸ ἐκ μ. what is in part’ = imperfect vs. 10.—ἐν μέρει in the matter of, with regard to (Antig. Car. 24; Diod S 20, 58, 5; Plut., Mor. 102e; Horapollo 1, 57 ἐν τροφῆς μέρει=‘as food’; GDI 5185, 30 [Crete] ἐν χάριτος μέρει; Philo, Det. Pot. Ins. 5 ἐν μέρει λόγου al.) ἐν μέρει ἑορτῆς with regard to a festival Col 2:16 (cp. ApcrEzk [Epiph. 70, 14] ἐν τῷ μέρει τῆς ἀδυναμίας ‘in connection with my disability’. See bθ above).—κατὰ μέρος part by part, in detail (ins [s. SIG ind. IV p. 444a]; PTebt 6, 24) περὶ ὧν οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν κατὰ μέρος (κ. μ. of the detailed treatment of a subj. as Pla., Theaet. 157b, Soph. 246c; Polyb. 1, 4, 6; 3, 19, 11; 3, 28, 4; 10, 27, 7 λέγειν κ. μ.; Ptolem., Apotel. 2, 11, 7; 2 Macc 2:30; Jos., Ant. 12, 245) point by point Hb 9:5.—παρὰ μέρος to one side (Appian, Liby. 14 §55 γιγνόμενος παρὰ μ.=going to one side, Bell. Civ. 5, 81 §345; PGM 13, 438 βάλε παρὰ μέρος=‘put to one side’) ὁ λίθος ὑπεχώρησε παρὰ μ. the stone went back to one side GPt 9:37.
    as adv. acc. μέρος τι in part, partly (Thu. 2, 64; 4, 30, 1; X., Eq. 1, 12; SIG 976, 65; 1240, 8 ἤτι μέρος ἢ σύμπαν; 3 Km 12:31) 1 Cor 11:18; τὸ πλεῖστον μ. for the most part (Menand., Fgm. 789 Kö.; Diod S 22, 10, 5) Hs 8, 5, 6; 8, 10, 1. τὸ πλεῖον μ. for the greater part v 3, 6, 4a.
    share (Trag. et al.) μ. τι μεταδοῦναι ἀπό τινος give a share of someth. 1:5 (on μέρος ἀπό τινος cp. PStras 19, 5 [105 A.D.] τοῦ ὑπάρχοντος αὐτῷ μέρους ἑνὸς ἀπὸ μερῶν ἐννέα) δώσω αὐτοῖς … μέρος δικαιοσύνης μετὰ τῶν ἁγίων μου I will give them … a share of uprightness with my holy ones i.e. those rescued from perdition will enjoy the same redeemed status as those who are already in the divine presence ApcPt Rainer 6. ἔχειν μ. ἔν τινι have a share in someth. (cp. Synes., Ep. 58 p. 203a οὐκ ἔστι τῷ διαβόλῳ μέρος ἐν παραδείσῳ) Rv 20:6 (Dalman, Worte 103f). ἀφελεῖ ὁ θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς 22:19. Place (Appian, Bell. Civ. 1, 34 §154 ἐν ὑπηκόων ἀντὶ κοινωνῶν εἶναι μέρει=to be in the place of subjects instead of partners) τὸ μ. αὐτῶν ἐν τ. λίμνῃ their place is in the lake Rv 21:8. ἔχειν μ. μετά τινος have a place with someone J 13:8. τὸ μ. τινὸς μετὰ τῶν ὑποκριτῶν τιθέναι assign someone a place among the dissemblers (hypocrites) Mt 24:51; cp. Lk 12:46. μετʼ αὐτῶν μοι τὸ μ. γένοιτο σχεῖν ἐν (v.l. παρὰ) θεῷ may I have my place with them in (or with) God IPol 6:1. τοῦ λαβεῖν μ. ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων MPol 14:2.—B. 934. DELG s.v. μείρομαι II. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μέρος

  • 2 ἀριστερός

    ἀριστερός, ά, όν, links, eigentl. compar. zu ἄριστος, wobei ἄριστος nicht in der Bed. des superl. zu fassen, sondern als positiv., »gut«, so daß also ἀριστερός eigentl. »besser« heißt; im Gebrauch erscheint aber ἀριστερός nur als euphemistische Bezeichnung der linken Seite, welche nämlich dem Griechen als die unglückliche galt; ähnlich εὐώνυμος. Die Beschränkung des Gebrauchs von ἀριστερός auf diesen einen Fall wird angedeutet durch die Versetzg des Accents; denn ursprüngl. muß das Wort Proparoxytonon gewesen sein. Hom. öfters ἐπ'ἀριστερά, außerdem ἀριστερός Iliad. 23, 338 Od. 20, 242, ἀριστερόν masc. Iliad. 5, 16. 660. 11, 321. 16, 106. 478, ἀριστερόφιν Iliad. 13, 309; ἀρ. μαζόν Iliad. 11, 321, μηρόν 5, 660, ὦμον 5, 16; ἵππος ἀρ. Iliad. 23, 338; αὐτὴν ἐπ' ἀριστέρ' ἔχοντες, zur Linken, Od. 3, 171; τὴν ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα 5, 277; Βοιωτῶν ἐπ' ἀριστερά, links von den Böotern, Iliad. 2, 526; μάχης ἐπ' ἀριστερά, auf der linken Seite des Schlachtfeldes, 11, 498; νηῶν ἐπ' ἀριστερά 12, 118; νῶιν δ' ὧδ' ἐπ' ἀριστέρ' ἔχε στρατοῦ 13, 326; ἦ ἐπὶ δεξιόφιν στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ' ἀριστερόφιν 13, 309; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7, 238; αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυϑεν ὄρνις, αἰετὸς ὑψιπέτης, ein Unglück bedeutender Vogel, Od. 20, 242; αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων Iliad. 12, 201. 219; οἰωνοῖσι κελεύεις πείϑεσϑαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ' οὐδ' ἀλεγίζω, εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Iliad. 12, 240, vgl. Lehrs Aristarch. p. 177; – ἐξ ἀριστερᾶς Soph. Phil. 20 El. 7; Plat. Tim. 72 c; ἐν τῇ ἀριστερᾷ Phaedr. 228 d u. sonst, zur Linken; τὸ ἐπ' ἀριστερὰ μέρος Plat. Phaedr. 266 a; ἐκ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ δεξιά Plat. Tim. 77 e; φρενόϑεν ἐπ' ἀριστερὰ ἔβας Soph. Ai. 183, du wichest links hin, vom Rechten ab; dah. linkisch, ungeschickt, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀριστερός

  • 3 левый

    левый 1) в разн. знач. αριστερός· \левыйая рука το αριστερό χέρι* \левыйая сторона το αριστερό μέρος· с \левыйой стороны από τ' αριστερό μέρος, από τ' αριστερά 2) полит.: \левыйые партии η αριστερά
    * * *
    1) в разн. знач. αριστερός

    ле́вая рука́ — το αριστερό χέρι

    ле́вая сторона́ — το αριστερό μέρος

    с ле́вой стороны́ — από τ'αριστερό μέρος, από τ'αριστερά

    2) полит.

    ле́вые па́ртии — η αριστερά

    Русско-греческий словарь > левый

  • 4 влево

    επίρ.
    αριστερά, προς τα αριστερά, στο αριστερό μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > влево

  • 5 направо

    επίρ.
    δεξιά, προς τα δεξιά, επί δεξιά•

    повернуть направо στρίβω δεξιά.

    || από το δεξιό μέρος, από τα δεξιά•

    направо от дороги δεξιά από το δρόμο.

    —налево; направо и налево δεξιά—αριστερά δεξιά και αριστερά•

    швыряет деньги направо и налево σκορπά εδώ κι εκεί (άσκοπα) τα χρήματα•

    помогать направо и налево βοηθώ όλους αδιακρίτως.

    Большой русско-греческий словарь > направо

  • 6 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 7 держать

    держать
    несоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:
    \держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^

    Русско-новогреческий словарь > держать

  • 8 στρέφω

    (αόρ. έστρεψα, παθ. αόρ. εστράφην;
    μετ χ. πρκ. (ε)στραμμένος) 1. μετ. 1) крутить; вертеть, вращать; поворачивать; 2) завинчивать, закручивать; 3) поворачивать, заворачивать, сворачивать (в сторону); 4) поворачивать, оборачивать; обращать;

    στρέφω τα βλέμματα μου προς κάποιον (κάτι) — обращать взоры на кого-л. (на что-л.);

    στρέφω τό πρόσωπο — оборачивать лицо;

    στρέφω τα πυρά — направлять огонь;

    στρέφω την προσοχή μου σε ( — или προς)... — обращать внимание на...;

    στρέφω τα νώτα σε κάποιον — повернуться спиной к кому-л.;

    2. αμετ.
    1) крутиться; вертеться, вращаться; 2) поворачивать (куда-л.);

    στρέφ προς τα δεξιά (τα αριστερά) — поворачивать направо (налево);

    στρέφομαι

    1) — крутиться, вертеться, вращаться;

    στρέφομαι περί τον άξονα μου — вращаться вокруг своей оси;

    2) поворачиваться, оборачиваться (тж. перен); быть обращённым, направленным;
    εστράφη προς το μέρος μας он повернулся к нам;

    στρέφομαι κατά τού νόμου — быть направленным против закона;

    στρέφομαι εναντίον κάποιου — выступать против кого-л., относиться недоброжелательно к кому-л.;

    § ο λόγος εστράφη περί... речь зашла о...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρέφω

  • 9 уточка

    θ.
    παπάκι.
    εκφρ.
    ходить -ой – βαδίζω γέρνοντας το σώμα δεξιά-αριστερά (σαν την πάπ ια).
    θ.
    λέπτυνση• στένεμα με τον τροχό. || το στενεμένο μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > уточка

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης (Αθηνών) — Το μοναδικό μουσείο αρχαίας κυπριακής τέχνης στην Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2001 σε τέσσερις αίθουσες του ισογείου του Πολιτιστικού Κέντρου Αθηναΐς, στον Βοτανικό Αθηνών. Η Αθηναΐδα, το παλιό εργοστάσιο κατασκευής μεταξιού,… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»