-
1 νοτιον
-
2 Νοτιον
τό Нотий ( портовый город в Ионии на мысе того же названая) Her., Thuc., Xen. -
3 ημιτομος
2(ῐ) рассеченный пополам -
4 Νοτιεις
οἱ жители города Νότιον Arst. -
5 νοτιος
1) влажный, мокрыйνότιον θέρος Pind. — дождливое лето
2) текучий, полноводный(παγαί Aesch.)
νοτία ἅλμη Eur. — открытое море;ν. ἱδρώς Hom. — обильный пот3) южный(πνεύματα Arst.; τεῖχος Plut.)
-
6 πλάτος
τό1) ширина;με πλάτος πέντε μέτρα — шириной в пять метров;
κατά πλάτος — в ширину;
2) геогр., перен. широта;γεωγραφικό πλάτος — географическая широта;
βόρειον (νότιον) πλάτος — северная (южная) широта
См. также в других словарях:
νότιον — νότιον, τὸ (Α) το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος … Dictionary of Greek
Νότιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νότιον — νότιος moist masc acc sg νότιος moist neut nom/voc/acc sg νότιος moist masc/fem acc sg νότιος moist neut nom/voc/acc sg νοτέω to be wet imperf ind act 3rd pl (doric) νοτέω to be wet imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοιο — Νότιον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοις — Νότιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοισι — Νότιον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίοισιν — Νότιον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίου — Νότιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίων — Νότιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίῳ — Νότιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νότια — Νότιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)