-
1 λοιπον
Iτό оставшаяся или остающаяся часть, остальное, остаток(τὸ λ. τῆς ἡμέρας Xen.)
καὴ τὰ λοιπά (в — сокращ. κτλ.) Plut. и прочее;τὸ λ. ἤδη ἡμῖν ἐστιν σκέψασθαι Plat. — нам остается еще рассмотретьII(τό)(тж. τὰ λοιπά) adv.
1) наконец, кроме того, к тому же Plat.2) в будущем, впредь, отныне Pind., Plat.3) все еще NT.4) впрочем NT.5) вслед за этим, затем NT.6) в конце концов NT. -
2 λοιπόν
или τό λοιπόν 1. σύνδ. итак; следовательно; таким образом, значит;αύριο λοιπόν αναχωρείτε; — итак, вы завтра уезжаете?;
καί λοιπόν; — и что же?;
τό λοιπόν, τί είπε; — итак, что же он сказал? 2. επίφ. — ну; — наконец;
άντε λοιπόν! — ну-ка!, ну, давай же, наконец;
λοιπόν; — ну как?;
σώπα λοιπόν! — замолчи ты, наконец!;
λοιπόν θάρθεις; — ну, ты придёшь?;
λοιπόν εν τάξει — значит всё в порядке, значит договорились;
λοιπόν πού λες... — ну вот... (в повествовании)
-
3 Λοιπὸν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Λοιπὸν
-
4 λοιπὸν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λοιπὸν
-
5 Λοιπόν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Λοιπόν
-
6 λοιπόν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λοιπόν
-
7 λοιπόν
τὸ λοιπόν adv. 1. в остальном, в прочем; 2. врем. на будущее; впредь -
8 λοιπόν
{нареч., 14}наконец, впрочем, все еще, затем.Ссылки: Мф. 26:45; Мк. 14:41; Деян. 27:20; 1Кор. 1:16; 4:2; 7:29; 2Кор. 13:11; Еф. 6:10; Флп. 3:1; 4:8; 1Фес. 4:1; 2Фес. 3:1; 2Тим. 4:8; Евр. 10:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λοιπόν
-
9 λοιπόν
{нареч., 14}наконец, впрочем, все еще, затем.Ссылки: Мф. 26:45; Мк. 14:41; Деян. 27:20; 1Кор. 1:16; 4:2; 7:29; 2Кор. 13:11; Еф. 6:10; Флп. 3:1; 4:8; 1Фес. 4:1; 2Фес. 3:1; 2Тим. 4:8; Евр. 10:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λοιπόν
-
10 λοιπόν
наконец, впрочем, все еще, затем.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λοιπόν
-
11 λοιπόν
λοιπόςremaining over: masc acc sgλοιπόςremaining over: neut nom /voc /acc sg -
12 λοιπόν
остаток
- τοῦ λοιποῦ -
13 λοιπόν
[липон] επίρ ита. -
14 λοιπόν
llavors -
15 λοιπόν
şu halde, iyi, demek ki -
16 λοιπόν
1) alors2) donc -
17 λοιπόν
1) nuže2) tedy -
18 λοιπόν
wellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λοιπόν
-
19 το-λοιπόν
-
20 λοιπός
λοιπός, ή, όν (Pind., Hdt.+) gener. ‘remaining’.① pert. to that which remains over, esp. after action has been taken, leftⓐ adj. αἱ λοιπαὶ φωναί the remaining blasts Rv 8:13.ⓑ subst. οἱ λοιποί those who were left Rv 11:13. W. gen. (Iambl., Vi. Pyth. 35, 251) οἱ λ. τῶν ἀνθρώπων 9:20.② pert. to being one not previously cited or included, other, rest ofⓐ adj. (LXX; JosAs 2:10; ApcMos 29; Jos., Ant. 5, 129 αἱ λ. φυλαί; Ar. 3:2) οἱ λ. ἀπόστολοι the other apostles Ac 2:37; 1 Cor 9:5; Pol 9:1. αἱ λ. παρθένοι Mt 25:11. τὰ λ. ἔθνη the rest of the nations (gentiles) Ro 1:13; Eph 4:17 v.l. οἱ λ. Ἰουδαῖοι Gal 2:13. αἱ λ. ἐκκλησίαι 2 Cor 12:13; IMg 15:1. οἱ λ. συνεργοί the other coworkers Phil 4:3. αἱ λ. γραφαί the rest of the scriptures 2 Pt 3:16. ὡς τὰ λοιπὰ (ἰχθύδια) B 10:5. καὶ τῶν λ. ἀρωμάτων and (of) other spices 1 Cl 25:2. τὰ δὲ λ. σκῆπτρα αὐτοῦ the rest of his tribes 32:2. προφῆται 43:1. τὰ δὲ λ. πάντα ἄστρα all the other stars IEph 19:2. τὰς λ. τῆς ζωῆς ἡμέρας the remaining days of (your) lives Hv 4, 2, 5; cp. 5:2; m 12, 3, 2; 12, 6, 2; Hs 6, 3, 6. ἐντολάς m 5, 2, 8; μέρη Hs 8, 1, 15; 8, 5, 6; λίθοι 9, 7, 2; 4; 9, 8, 2f; 5–7; 9, 9, 4. Cp. 5, 2, 9 τὰ δὲ λ. (ἐδέσματα; opp. τὰ ἀρκοῦντα αὐτῷ). σκεύη Dg 2:4; ἄνθρωποι 5:1; κτίσματα 8:3; δοῦλοι AcPl Ha 4, 10.—Sg. τῆς λ. ὑπάρξεως and other property Hs1:5. ἐν … τῷ λ. βίῳ in the rest of (their) style of life Dg 5:4ⓑ subst.α. οἱ λοιποί, αἱ λοιπαί the others (LXX, En; TestJob 41:1; Plut., Mor. 285d; Herodian 4, 2, 10; Jos., Bell. 3, 497; Ath. 8:2) Mt 22:6; 27:49; Mk 16:13; Lk 8:10; 18:9; 24:10; Ac 5:13 (difft. CTorrey, ET 46, ’35, 428f); 16:30 D; 17:9; 27:44; Ro 11:7; 1 Cor 7:12; 2 Cor 2:17 v.l.; Eph 2:3; 1 Th 5:6; 1 Ti 5:20; Rv 19:21; Hv 3, 2, 1; Hs 9, 22, 4; 9, 23, 2; 9, 26, 8; MPol 15:1. οἱ λ. πάντες all the others 2 Cor 13:2; Phil 1:13; AcPl Ha 5, 8 (SIG 593, 2f καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς πᾶσιν φανερὰν πεποιήκαμεν τὴν προαίρεσιν). πάντες οἱ λ. all the rest Lk 24:9. οἱ λ. ἔχοντες ἀσθενείας the others who were sick Ac 28:9. οἱ λ. οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα the rest who have no hope 1 Th 4:13. οἱ λ. οἱ ἐν Θυατίροις Rv 2:24. W. gen. foll. (TestJob 16:5 τὰ λ. τῶν κτηνῶν μου; Lucian, Tox. 28 οἱ λ. τῶν οἰκετῶν) οἱ λ. τῶν ἀνθρώπων other people Lk 18:11 (Just., D. 102, 6). οἱ λ. τῶν νεκρῶν the rest of the dead Rv 20:5. οἱ λ. τοῦ σπέρματος αὐτῆς the rest of her offspring 12:17.β. τὰ λοιπά the other things, the rest (Appian, Bell. Civ. 5, 67 §284; TestSol 23:4; TestJob 16:5; Jos., Ant. 2, 312; Ar. 1, 1; Just., D. 56, 2) Lk 12:26; 1 Cor 11:34; 15:37; Rv 3:2 (but s. Mussies 124, of pers.; cp. B-D-F §138, 1); Hs 1:4; 8, 3, 8; 8, 11, 5; 9, 2, 7ab; 9, 5, 5. τῶν λ. τῶν ἀκολουθούντων πάντων all the rest that follow 5, 5, 1; αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι desires for other things Mk 4:19.③ adverbial uses (B-D-F §160; 451, 6)ⓐ of timeα. (τὸ) λοιπόν from now on, in the future, henceforth (Pind. et al.) 1 Cor 7:29 (but see 3b below); Dg 9:2; ISm 9:1; Hv 3, 13, 2; m 5, 2, 7; Hs 5, 7, 4; AcPl Ha 6, 6. λοιπὸν ἀπόκειταί μοι for the future there is reserved for me 2 Ti 4:8 (but see 3b below). τὸ λοιπὸν ἐκδεχόμενος then waiting Hb 10:13. καθεύδετε τὸ λοιπόν, which is variously interpreted, conveys a mild rebuke: you are still sleeping! or: do you intend to sleep on and on?; the expression is prob. colloquial and is succinctly rendered by numerous versions: Still asleep? Mt 26:45; Mk 14:41. Also poss. for this pass.: meanwhile, you are sleeping! you are sleeping in the meantime? (so τὸ λ. Jos., Ant. 18, 272) w. the sense: ‘A fine time you’ve chosen to sleep!’—λοιπόν finally (τότε λοιπόν TestJob 16:20 and TestAbr A 13 p. 92, 19 [Stone p. 32]. καὶ λοιπόν ‘and then’ TestAbr B 7 p. 111, 12 [Stone p. 70]; TestJob 17:5. TestJud 16:2 ἐὰν … λοιπὸν γίνεται μέθη. Jos., Ant. 6, 46; Tat. 42, 1) Ac 27:20; MPol 9:1. τὰ λοιπά in the future Hs 6, 3, 6.β. τοῦ λοιποῦ from now on, in the future (Hdt. 2, 109; Aristoph., Pax 1084; X., Cyr. 4, 4, 10, Oec. 10, 9; SIG 611, 17; 849, 12; PHal 1, 171 [III B.C.]; POxy 1293, 14; GrBar 1:7; 16:10; Jos., Ant. 4, 187.—B-D-F §186, 2; Rob. 295) Gal 6:17; Hs 9, 11, 3.—In Eph 6:10 the mng. is prob. rather finally, bringing the matter to a conclusion (s. b, below; a v.l. has τὸ λοιπόν).ⓑ (τὸ) λοιπόν (Herodas 2, 92; Longus 2, 22, 2) as far as the rest is concerned, beyond that, in addition, finally λοιπὸν οὐκ οἶδα beyond that I do not know 1 Cor 1:16 (POxy 120, 1 [IV A.D.] λοιπὸν … οὐκ οἶδα). σκάψω λοιπὸν τ. ἀμπελῶνα in addition I will dig the vineyard Hs 5, 2, 4. As a transition to someth. new (Phil 3:1), esp. when it comes near the end of a literary work finally (UPZ 78, 43 [159 B.C.]; POxy 119, 13) 2 Cor 13:11; Phil 4:8; 1 Th 4:1 (λ. οὖν as BGU 1079, 6 [41 A.D.]); 2 Th 3:1; 1 Cl 64:1.—ὧδε λοιπόν (Epict. 2, 12, 24) in this connection, then; furthermore 1 Cor 4:2.—Inferentially therefore (Epict. 1, 24, 1; 1, 27, 2 al.; POxy 1480, 13 [32 A.D.]; TestAbr A 7 p. 84, 27 [Stone p. 16]; TestJob 53:4) IEph 11:1; perh. also 1 Cor 7:29; 2 Ti 4:8.—ACavallin, Eranos 39, ’41, 121–44; AFridrichsen, K. Human. Vetenskaps-Samfundet i Upps. Årsbok ’43, 24–28.—DELG s.v. λείπω. M-M. Sv.
См. также в других словарях:
λοιπόν — (AM λοιπόν, Μ και λοιπός) (άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε...… … Dictionary of Greek
λοιπόν — σύνδ. συμπερ., άρα, επομένως: Δεν έμαθα τι έγινε, λοιπόν θα μου πεις εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek