-
101 дисциплина
дисциплина ж 1) η πειθαρ χία соблюдать \дисциплинау τηρώ την πειθαρχία 2) (учебный предмет ) το μάθημα ο κλά δος (отрасль науки)* * *ж1) η πειθαρχίαсоблюда́ть дисципли́ну — τηρώ την πειθαρχία
2) ( учебный предмет) το μάθημα; ο κλάδος ( отрасль науки) -
102 дисциплина
дисципли́н||аж1. ἡ πειθαρχία:соблюдать \дисциплинау πειθαρχώ·2. (отрасль науки) ὁ κλάδος (επιστήμης). -
103 область
о́блас||тьж1. ἡ περιοχή·2. (зона распространения чего-л.) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:\область вечной мерзлоты ἡ κατεψυγμένη ζώνη·3. (отрасль знаний, деятельности и т. п.) ὁ τομέας [-εύς], ὁ κλάδος:успехи в \областьти... ἐπιτυχίες στον τομέα...·4. анат. ἡ χώρα, τό μέρος τοῦ σώματος:боли в \областьти печени πόνοι στό σηκώτι, πόνοι είς τήν χώραν τοῦ ήπατος. -
104 пальмовый
пальм||овыйприл τοῦ φοίνικος, τής χουρμαδιϋς:\пальмовыйовая роща ὁ φοινικών· \пальмовыйовая ветвь ὁ κλάδος φοίνικος· \пальмовыйовое кисло τό φοινικέλαιον, τό φοινικόλιπος. -
105 ελαία
η олива, оливка, маслина (плод и дерево);κλάδος ελαίας — оливковая ветвь (символ мира)
-
106 κλάδο
το см. κλάδος 5 -
107 κλαδών
κλάδοςbranch: neut gen pl (attic)κλαδάωshake: pres part act masc voc sgκλαδάωshake: pres part act neut nom /voc /acc sgκλαδάωshake: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)κλαδάωshake: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)κλαδέωpres part act masc nom sg (attic epic doric) -
108 κλαδῶν
κλάδοςbranch: neut gen pl (attic)κλαδάωshake: pres part act masc voc sgκλαδάωshake: pres part act neut nom /voc /acc sgκλαδάωshake: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)κλαδάωshake: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)κλαδέωpres part act masc nom sg (attic epic doric) -
109 κλαδίσκωι
κλαδίσκῳ, κλάδοςbranch: masc dat sgκλαδίσκῳ, κλαδίσκοςmasc dat sg -
110 2798
{сущ., 11}ветвь, побег.Ссылки: Мф. 13:32; 21:8; 24:32; Мк. 4:32; 13:28; Лк. 13:19; Рим. 11:16-19, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2798
-
111 acoustics
-
112 branch
1. noun1) (an arm-like part of a tree: He cut some branches off the oak tree.) κλαδί2) (an offshoot from the main part (of a business, railway etc): There isn't a branch of that store in this town; ( also adjective) That train runs on the branch line.) κλάδος, παρακλάδι, υποκατάστημα, παράρτημα2. verb((usually with out/off) to spread out like, or into, a branch or branches: The road to the coast branches off here.) διακλαδώνομαι -
113 olive branch
(a sign of a wish for peace: The government held out the olive branch to its opponents.) κλάδος ελαίας -
114 отрасль
[ότρασλ'] ουσ. θ. κλάδος -
115 отрасль
[ότρασλ'] ουσ θ κλάδος -
116 апологетика
-и θ.η απολογητική (κλάδος της θεολογίας). -
117 астроботаника
-и θ.αστροβοτανική, κλάδος της αστρονομίας που μελετά τη φυτική επιφάνεια των άστρων. -
118 ветроэнергетика
-и θ.αεροενεργητική, ανεμοενεργητική (κλάδος τεχ. επιστήμης). -
119 восходящий
επ. από μτχ.ανιόντας, ανοδικός•-ая линия η ανιούσα γραμμή, ο ανιόντας κλάδος•
-ая линия родства οι ανιόντες συγγενείς•
-ее светило, -ая звезда αναδεικνυόμενο αστέρι (διάσημο)•
-ая интонация, -ее ударение βαθμιαία άνοδος του τονισμού, ανοδικός τονισμός.
-
120 гидроакустика
-и θ.υδροακουστική, κλάδος της ακουστικής.
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek