-
81 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
82 καταστεφω
1) увенчивать, обвивать гирляндами(ῥόδοις κάρηνα Anacr.; ἔλαφον Plut.)
2) ( в знак мольбы) украшать масличными ветвями (перевитыми белой шерстью)(βωμόν Eur.)
κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. — ветвь священной маслины, увитая белой шерстью3) умолять, молить о защите(τινὰ χεροῖν Eur.)
4) украшать цветами, обряжать(νεκρόν Eur.)
-
83 ληνος
I.дор. λᾱνός ἥ1) виноградное точило Theocr., Diod., NT.2) водопойное корыто HH.3) квашня Men.II.- εος τό шерсть(κλάδος λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
-
84 σμυρναιος
-
85 στρεβλος
-
86 υψιγεννητος
-
87 автомобилестроение
η κατασκευή αυτοκινήτων (κλάδος βιομηχανίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомобилестроение
-
88 вагоностроение
ο (βιομηχανικός) κλάδος κατασκευής βαγονιώνη κατασκευή βαγονιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вагоностроение
-
89 ветвь
1. (дерева, кустарника) το κλαδίτο κλαρίτο κλωνάρι2. (науки и т.п.) о κλάδος 3. (ответвление от чего-л. главного) η διακλάδωσ/η. спиральная - (галактики) о σπειροειδής βραχίονας του ΓαλαξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ветвь
-
90 дисциплина
I.(установленный порядок) η πειθαρχία.II.(отрасль научного знания, учебный предмет) το μάθημα, ο κλάδος της επιστήμηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дисциплина
-
91 домостроение
ο κλάδος της οικοδόμησης κατοικιών, η οικοδομική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > домостроение
-
92 область
1. тех. η περιοχή, η ζώνη- высокого барометрического давления - υψηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο αντικυκλώ-νας- допустимого режима - της επιτρεπόμενης λειτουργίας, Ε - ионосферы το στρώμα Ε της ιονόσφαιραςзапрещённая физ. - απαγόρευσης- низкого барометрического давления - των χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο κυκλώνας2. (отрасль знаний, науки и тп.) о τομέας, ο κλάδος 3. анат. η χώρα 4. (часть территории) η περιοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > область
-
93 ответвление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ответвление
-
94 отдел
το τμήμα, το παράρτημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдел
-
95 отрасль
1. (область науки, знаний и т.п) о κλάδος - промышленности - της βιομηχανίας 2. (определённая сфера деятельности, производства и т.п.) о τομέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрасль
-
96 отросток
1. тех. о κλάδος, το παρακλάδι (του σωλήνα)приёмный - осушительного трубопровода - της αναρρόφησης του δικτύου αποστράγγισης2. бот. о βλαστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отросток
-
97 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
-
98 серология
(раздел биологии) η ορολογία (κλάδος της βιολογίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серология
-
99 станкостроение
η κατασκευή εργαλειο-μηχανών (βιομηχανικός κλάδος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станкостроение
-
100 участок
1. (часть земельной площади) το οικόπεδοстроительный - της οικοδομής, το εργοτάξιο2. (часть чего-л.) το τμήμα, η περιοχήлинейный - эл. γραμμικό -- цепи эл. - του κυκλώματος (производственный) η περιοχή (παραγωγής), ο τομέαςτο τμήμα παραγωγής4. (кусок, отрезок чего-л.) το μέρος 5. (область, сфера, отрасль деятельности) о τομέας, ο κλάδος 6. (подразделение чего-л.) το τμήμαизбирательный - το εκλογικό κέντρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > участок
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek