-
1 τίναγμα
τίναγμαa shake: neut nom /voc /acc sg -
2 τίναγμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 28,26shake, quake; neol.?→LSJ RSuppl -
3 τίναγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τίναγμα
-
4 τιναγμάτων
τίναγμαa shake: neut gen pl -
5 τινάγμασι
τίναγμαa shake: neut dat pl -
6 τινάγμασιν
τίναγμαa shake: neut dat pl -
7 τινάγματα
τίναγμαa shake: neut nom /voc /acc pl -
8 τινάγματι
τίναγμαa shake: neut dat sg -
9 ἀκίναγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκίναγμα
-
10 ἀκῑνάκης
ἀκῑνάκηςGrammatical information: m.Meaning: `short sword of Persians and Scythians' (Hdt.).Other forms: κινάκης Soph. fr. 1061. The ι was long in Hor. Od. 1.27, 5.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.Etymology: Prob. Iranian loan. Benveniste Textes sogdiens, 1940, 202 ( kyn'k); further Bailey TPS 1955, 69. κινάκης in Sophocles (Belardi Studia Pagliaro1, 1969, 202): could the word be non-Iranian but Pre-Greek?. - One supposes that ἀκίναγμα = τίναγμα ( Lyr. Adesp. 30 B) and ἀκιναγμός τιναγμός, κίνησις H., arose under influence of ἀκινάκης (Mansion Les gutturales grecques 64).Page in Frisk: 1,53Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀκῑνάκης
См. также в других словарях:
τίναγμα — a shake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίναγμα — το, ατος 1. κλονισμός, ξετίναγμα, τράνταγμα: Ένιωσα τίναγμα με το σεισμό. 2. ξεσκόνισμα: Τίναγμα του σεντονιού. 3. πήδημα, σαλτάρισμα: Μ ένα τίναγμα έπιασε την μπάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… … Dictionary of Greek
τιναγμάτων — τίναγμα a shake neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάγμασι — τίναγμα a shake neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάγμασιν — τίναγμα a shake neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάγματα — τίναγμα a shake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάγματι — τίναγμα a shake neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ραβδισμός — ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ [ῥαβδίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα 2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα 3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι … Dictionary of Greek
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek