Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τίλσις

См. также в других словарях:

  • τίλσει — τίλσις plucking out fem nom/voc/acc dual (attic epic) τίλσεϊ , τίλσις plucking out fem dat sg (epic) τίλσις plucking out fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλσεις — τίλσις plucking out fem nom/voc pl (attic epic) τίλσις plucking out fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίλση — η / τίλσις, εως, ΝΑ [τίλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα νεοελλ. 1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα 2. λανάρισμα αρχ. (σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωμα («τίλσις χόρτου», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • τίλσεως — τίλσεω̆ς , τίλσις plucking out fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»