-
1 гарантийный
εκ. εγγυητικός, -τήριος•гарантийный договор εγγυητήριο συμβόλαιο•
гарантийный срок χρονικό όριο εγγύησης.
-
2 страховой
επ.1. ασφαλιστικός• -τήριος•-ое учреждение ασφαλιστικό ίδρυμα•
-ое общество ασφαλιστική εταιρία•
страховой агент βλ., страховщик. страховой врач γιατρός ασφαλιστικής εταιρίας•
полис ασφαλιστήριο συμβόλαιο (η πόλιτσα)•
-ая квитанция απόδειξη ασφάλειας•
страховой взнос τα ασφάλιστρα• το πριμ, πρέμιο.
2. για ώρα ανάγκης, εφεδρικός, για κάθε ενδεχόμενο. -
3 уведомительный
επ.πληροφοριακός, ειδοποιητικός, -τήριος, αγγελτήριος. -
4 αἰνικτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνικτήριος
-
5 διδακτήριος
δῐδακ-τήριος, ον, = sq.:Aτὸ δ.
proof,Hp.
Acut.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδακτήριος
-
6 εὐθυντήριος
II Subst. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, E.IT 1356.b base, plinth, socle of a wall, IG22.1668.16, BCH26.43 (Delph.), IGRom.4.293ai38 (Pergam., ii B.C.); εὐ.· τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων, Hsch.2 -τήριον, τό, rule, norm, γνώμων καὶ εὐ. Theol.Ar.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυντήριος
-
7 ζευκτήριος
A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers. 736 (troch.);πάτερ.. Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr. 382
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευκτήριος
-
8 θαλπτήριος
θαλπ-τήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλπτήριος
-
9 θελκτήριος
θελκ-τήριος, ον,A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp. 478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp. 1004: c. gen.,φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp. 509
; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp. 447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριος
-
10 θερμαντήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαντήριος
-
11 θραυστήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θραυστήριος
-
12 θρεπτήριος
θρεπ-τήριος, ον,II πλόκαμος Ἰνάχῳ θ. hair dedicated as a thank-offering to Inachus, ib. 6.III Subst. θρεπτήριον, τό,= θρεπτάριον, PLond.5.1708.248 (vi A.D.).2 pl., θρεπτήρια, τά, reward for rearing, made to nurses by parents, h.Cer. 168, 223; also, return made by children for their rearing ([dialect] Att. τροφεῖα), Hes.Op. 188, Ael.VH2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτήριος
-
13 καθαρτήριος
κᾰθαρ-τήριος, ον,II - τήριον (sc. φάρμακον), τό, drug which effects κάθαρσις, λοχείων, ἐπιμηνίων, Hp.Mul.1.78; purgative, Aret.CA1.4, Gal.11.354; κ. κατωτερικόν Aet.16.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτήριος
-
14 καλλυντήριος
καλλυν-τήριος, ον,A of or for beautifying: hence τὰ Κ., a festival on the 19th Thargelion, when the statue of Athena Polias was fresh adorned, Phot., EM487.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλυντήριος
-
15 καμπτηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπτηρία
-
16 κραντήριος
A accomplishing, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραντήριος
-
17 κρατυντήριος
A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατυντήριος
-
18 κρυπτήριος
A convenient for concealing, ἄντρον Orac. ap. Paus.8.42.6; κρυπτήριον, τό, dungeon, prob. l. in E.Cret.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυπτήριος
-
19 κωλυτήριος
A preventive, σημεῖα κ. τινός of.., D.H.11.62; θῦσαι τὰ κωλυτήρια (sc. ἱερά) Iamb.VP28.141, Apollon. Mir.4: as Subst. [full] κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλυτήριος
-
20 ληκτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληκτήριος
См. также в других словарях:
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
ευφημητήριος — εὐφημητήριος, ον (Μ) αυτός που επιφέρει επευφημίες, που λέγεται ως επευφημία, ο ευφημητικός, ο εξυμνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ φημώ + κατάλ. τήριος (πρβλ. νικη τήριος, υμνη τήριος)] … Dictionary of Greek
θαλπτήριος — α, ο (Α θαλπτήριος, ον) αυτός που θάλπει, που θερμαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ ω + κατάλ. τήριος (πρβλ. εξιλασ τήριος, θρεπ τήριος)] … Dictionary of Greek
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek
ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα … Dictionary of Greek
κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
κρεμαστήριος — ο 1. αυτός που χρησιμεύει για κρέμασμα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεμαστήρα μυ 3. το ουδ. ως ουσ. το κρεμαστήρι(ο) η κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. ἐκρέμασ α τού κρεμώ) + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, κινη τήριος] … Dictionary of Greek
λυπητήριος — λυπητήριος, ία, ον (Α) αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, μονασ τήριος)] … Dictionary of Greek
πιαντήριος — ία, ον, Α 1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῑς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. θερμαν τήριος … Dictionary of Greek
πλουτιστήριος — α, ον, Α αυτός που μπορεί να καταστήσει κάποιον πλούσιο, πλουτοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτίζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. βασανισ τήριος, χαρισ τήριος)] … Dictionary of Greek
φοιβαστήριος — ία, ον, ΜΑ καθαρτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβάζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. θυσιασ τήριος, καθαρ τήριος)] … Dictionary of Greek