-
1 порядок
поря́д||окм1. ἡ τάξη [-ις]:образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·3. (способ) ὁ κανονισμός:\порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα -
2 Desert
v. trans.Quit: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, ἀπολείπειν, ἐκλείπειν, προλείπειν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, ἀποστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προιέναι (or mid.).Leave empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.Desert one's post: P. τάξιν λείπειν, V. τάξιν ἐρημοῦν.V. intrans. Run away: Ar. and P. αὐτομολεῖν, ἀποδιδράσκειν, P. ἀπαυτομολεῖν.Desert to, go over to ( an enemy): P. μεθίστασθαι παρὰ (acc.) (Thuc. 1, 107).——————adj.P. and V. ἐρῆμος.——————subs.P. and V. ἐρημία, ἡ.——————subs.What one deserves: use P. and V. ἀξία, ἡ.Meet one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχάνειν ἀξίων or τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς αξίας τυγχάνειν.Beyond one's deserts: P. παρὰ τὴν ἀξίαν, P. and V. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν.According to one's deserts: P. and V. κατʼ ἀξίαν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desert
-
3 Part
subs.Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λάχος, τό.Division: P. and V. μερίς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.Direction: see Direction.Part in a play: P. σχῆμα, τό.I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).In part: P. μέρος τι; see Partly.For my part: V. τοὐμὸν μέρος.I for my part: P. and V. ἔγωγε.For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τά (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.From all parts: see from every direction, under Direction.——————v. trans.Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβάνειν, διαιρεῖν, διιστάναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφίσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.Cut off: P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν.About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, ἀφίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρίνεσθαι.When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).Be deprived of: see under Deprive.Give: see Give.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part
См. также в других словарях:
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… … Dictionary of Greek
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek
Епископ — … Википедия
Епископ (католицизм) — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… … Википедия
Епископ (православие) — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… … Википедия
Епископы — Епископ (греч. ἐπίσκοπος «надзирающий», «надсматривающий») в современной Церкви лицо, имеющее третью, высшую степень священства, иначе архиерей. Первоначально, в апостольское время, термин «епископ», как он употребляется в посланиях апостола… … Википедия
анагностьскыи — (3*) пр. к анагностъ: пьрвѣѥ дасть ѥмоу. ѥоухию. ѥже ѥсть мл҃тва. анагностьска˫а. ѡб остризании причетническо. кратъкыи фелонь. ти по томь. да конархаѥть въ сборнѣи || цр(к)ви и чтеть. КН 1280, 542 543; и веде и къ бл҃жномоу и прп(д)бномɤ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)