-
1 τετρατος
-
2 τέτρατος
τέτρατος, poet. statt τέταρτος, der, die, das vierte, Hom., Hes., Pind. u. A.; τὸ τέτρατον, zum vierten Male, Il. 21, 117 Hes. O. 598 Sc. 363.
-
3 τέτρατος
τέτρᾰτος, τέταρτος1 fourthμετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60
[ ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τετράτοις (codd.: τερτάτοις Ahrens) O. 8.46] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (i. e. of the fourth generation descended from Euphamos) P. 4.47 πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη ( τε- τάρτῳ v. l.: ἀντὶ τοῦ τετάρτῳ καὶ δεκάτῳ, Σ B Hom. K 252, cf. fr. 171) fr. 135. -
4 τέτρατος
A fourth, Pi.P.4.47; τὸ τέτρατον the fourth time, Il.13.20, 21.177, Hes.Op. 596, Sc. 363:—of a bandage, στηθοδεσμίδα, ἥν τινες τέτρατον καλοῦσι, Gal.18(1).823 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέτρατος
-
5 τέτρατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τέτρατος
-
6 τέτρατος
τέτρατος, der, die, das vierte; τὸ τέτρατον, zum vierten Male -
7 τέτρατος
τέταρτοςfourth: masc nom sg (epic)τέτρατοςfourth: masc nom sg -
8 τετράτη
τέταρτοςfourth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)τέτρατοςfourth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————τέταρτοςfourth: fem dat sg (attic epic ionic)τέτρατοςfourth: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 τετράτων
τέταρτοςfourth: fem gen pl (epic)τέταρτοςfourth: masc /neut gen pl (epic)τέτρατοςfourth: fem gen plτέτρατοςfourth: masc /neut gen pl -
10 τέτρατον
τέταρτοςfourth: masc acc sg (epic)τέταρτοςfourth: neut nom /voc /acc sg (epic)τέτρατοςfourth: masc acc sgτέτρατοςfourth: neut nom /voc /acc sg -
11 τέταρτος
τέταρτος, ep. auch τέτρατος, der vierte; Hom. in beiden Formen; auch Pind.; τὸ τέταρτον, auch zusammengeschrieben τοτέταρτον, zum vierten Mal, Il. 5, 438. 16, 705; τετάρτως, viertens, Plat. Tim. 86 a; vgl. Lob. Phryn. 311; – ἡ τετάρτη, ein Maaß für flüssige Dinge, ein Quart, Her. 6, 57. – Aber sc. ἡμέρα, der vierte Tag, Hes. O. 802.
-
12 ὀκτάς
ὀκτάς, άδος, ἡ, die Zahl acht, Macedon. 28 b (VI, 40), τέτρατος ἤδη ὀκτάδος ἑνδεκάτης λυκάβας, das vierundachtzigste Jahr.
-
13 εικοσικαιτετρατος
-
14 τεταρτος
-
15 τετράτοις
τέταρτοςfourth: masc /neut dat pl (epic)τέτρατοςfourth: masc /neut dat pl -
16 τετράτου
τέταρτοςfourth: masc /neut gen sg (epic)τέτρατοςfourth: masc /neut gen sg -
17 τετράτω
-
18 τετράτῳ
-
19 τέτρατα
τέταρτοςfourth: neut nom /voc /acc pl (epic)τέτρατοςfourth: neut nom /voc /acc pl -
20 τέτρατοι
τέταρτοςfourth: masc nom /voc pl (epic)τέτρατοςfourth: masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τέτρατος — τέταρτος fourth masc nom sg (epic) τέτρατος fourth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρατος — άτη, ον, Α βλ. τέταρτος … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek
τετράτων — τέταρτος fourth fem gen pl (epic) τέταρτος fourth masc/neut gen pl (epic) τέτρατος fourth fem gen pl τέτρατος fourth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτρατον — τέταρτος fourth masc acc sg (epic) τέταρτος fourth neut nom/voc/acc sg (epic) τέτρατος fourth masc acc sg τέτρατος fourth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
четвертый — четверть ж., народн. четвереть, с. в. р., арханг. (Подв.; см. также Шахматов, ИОРЯС 7, 1, 305), укр. четвертий, блр. чецьвёрты, др. русск. четвьртъ, ст. слав. четврътъ τέταρτος (Супр.), болг. четвърт, сербохорв. чѐтвр̑ти̑, словен. četrtī, чеш.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
τετράτιος — ία, ον, Α [τέτρατος] τέταρτος … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… … Dictionary of Greek
τετράτη — τέταρτος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) τέτρατος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)