-
1 τεκνωμα
См. также в других словарях:
τέκνωμα — child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τεκνώματος — τέκνωμα child neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)