-
1 τεγεος
I2находящийся под (самой) крышей, т.е. в верхнем этаже, верхнийτέγεοι θάλαμοι Hom. — верхние покои ( для женщин)
IIgen. к τέγος См. τεγος -
2 καταντικρυ
I(Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1) прямо с (чего-л.)(κ. τέγεος πεσέειν Hom.)
2) прямо напротив(τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.)
ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. — в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы;καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. — занять места напротив пританеев;(τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὴ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., — Ахеронт, текущий в направлении, противоположном ОкеануIIadv.1) прямо (на)против(ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.)
κ. ὁρᾶν Plat. — смотреть прямо в лицо;εἰς τὸ κ. Plat. — в (на) противоположную сторону;ἥ ἤπειρος ἥ κ. Thuc. — противолежащий материк2) прямо, напрямик(λέγειν Arst.)
εἰς τὸ κ. Plat. — по прямой линии;κ. καὴ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. — совершенно прямым путем -
3 σταθμος
ὅ (pl. тж. τὰ σταθμά)1) логово (sc. τοῦ λέοντος Hom.; τῶν ἐλάφων Arst.)2) стойло, хлев (sc. ὀΐων Hom.; σταθμοὴ ἱππικοί Eur.)3) жилье, жилище(ἀνθρώπων Hom.)
τὰ Χαλκώδοντος Εὐβοίας σταθμά Soph. — Эвбейские владения Халкодонта4) место стоянки, воен. расположениеὁ σ. ἔνθα ἔμελλε καταλύειν Xen. — место, где (Кир) должен был расположиться лагерем
5) ( в Персии)(царская) стоянка, станция, этапный пункт (διὰ Λυδίης καὴ Φρυγίης σταθμοὴ τείνοντες εἴκοσί εἰσι Her.)
7) морская стоянка(νεῶν σταθμά Eur.)
8) столб, подпора(τέγεος Hom.)
10) весы Hom., Arst.ἱστάναι τι σταθμῷ πρὸς ἀργύριον Her. — взвешивать что-л. по отношению к серебру
11) весσταθμὸν ἔχειν или ἕλκειν τάλαντον Her. — весить один талант;
μυρίον χρυσοῦ σταθμὸν δοῦναι Eur. — уплатить огромную цену
См. также в других словарях:
τέγεος — at masc/fem nom sg τέγος roof neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέγεος — ον, Α [τέγος] 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή πάνω στην στέγη («δώδεκ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος … Dictionary of Greek
τέγεον — τέγεος at masc/fem acc sg τέγεος at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγέους — τέγεος at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγέων — τέγεος at masc/fem/neut gen pl τέγη fem gen pl (epic ionic) τέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέγεα — τέγεος at neut nom/voc/acc pl τέγος roof neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέγεοι — τέγεος at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντικρύ — και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ) επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῡ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.) αρχ. 1. αντιθέτως («κατὰ τὴν… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
τέγος — εος και ους, τὸ, ΜΑ πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ. β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.) αρχ. 1. στέγη («τέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.) 2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* (< ΙΕ… … Dictionary of Greek