1 τανυσσα
Древнегреческо-русский словарь > τανυσσα
2 ετανυσσα...
Древнегреческо-русский словарь > ετανυσσα...
τάνυσσα — τανύω stretch aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύσσας — τανύσσᾱς , τανύω stretch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)