-
1 ρέοντα
-
2 ῥέοντα
-
3 παραρέοντα
παρᾱρέοντα, παραείρωdetach: fut part act neut nom /voc /acc pl (epic doric ionic aeolic)παρᾱρέοντα, παραείρωdetach: fut part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic)παραρρέωflow beside: pres part act neut nom /voc /acc plπαραρρέωflow beside: pres part act masc acc sg -
4 ρέοντ'
ῥέονται, ῥέομαιflow: pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ῥέοντο, ῥέομαιflow: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ῥέοντα, ῥέωflow: pres part act neut nom /voc /acc plῥέοντα, ῥέωflow: pres part act masc acc sgῥέοντι, ῥέωflow: pres part act masc /neut dat sgῥέοντι, ῥέωflow: pres ind act 3rd pl (doric)ῥέοντε, ῥέωflow: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualῥέονται, ῥέωflow: pres ind mp 3rd plῥέοντο, ῥέωflow: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
5 ῥέοντ'
ῥέονται, ῥέομαιflow: pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ῥέοντο, ῥέομαιflow: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ῥέοντα, ῥέωflow: pres part act neut nom /voc /acc plῥέοντα, ῥέωflow: pres part act masc acc sgῥέοντι, ῥέωflow: pres part act masc /neut dat sgῥέοντι, ῥέωflow: pres ind act 3rd pl (doric)ῥέοντε, ῥέωflow: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualῥέονται, ῥέωflow: pres ind mp 3rd plῥέοντο, ῥέωflow: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
6 ῥέω
ῥέω, Il.22.149, etc.; [dialect] Ep. [full] ῥείω Hes.Fr. 263 (dub.), D.P.1074, AP7.36 (Eryc.), but not in Hom.: [tense] impf. [ per.] 3sg.Aἔρρει Il.17.86
, Telecl.1.4, but elsewhere in Hom. ἔρρεε or ῥέε: [tense] fut.ῥεύσομαι Thgn.448
, E.Fr. 384, Crates Com.15.4, Pherecr.130.5, Hp.Haem.5; also ῥευσοῦμαι, Arist.Mete. 356a16, 361a33; later ῥεύσω, AP5.124 (Bass.): [tense] aor. (anap.), Hp.Loc.Hom.11, Int.23, Mosch.3.33, AP5.32 (Parmen.), Plb.5.15.7 ([pref] ἀπ-), Paus.5.7.4, etc.:—but the [dialect] Att. [tense] fut. and [tense] aor. are of pass. form,ῥῠήσομαι Isoc.8.140
, cf. Hp.Nat.Hom.5; ἐρρύην [ῠ] Th.3.116, X.Cyr.8.3.30, Pl.Ti. 84c, etc., as also in Hdt.8.138; [dialect] Dor. ἐξ-ερρύα, v. ἐκρέω; [ per.] 3sg. subj.ἐ[γ]ρυᾷ GDI3591a51
([place name] Calymna); [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ῥύη Od.3.455
: [tense] pf.ἐρρύηκα Hp.Loc.Hom.10
, Pl.R. 485d, Isoc.8.5; later ἔρρυκα, Gal.5.398.—A [tense] pres. [voice] Med. [full] ῥέομαι occurs also in Orac. ap. Hdt.7.140 (v. infr.), Plu.Cor.3, Luc.Salt.71, Philostr. VS1.25.9, etc.; so , Philostr.VA8.31, etc.—This Verb does not [var] contr. εη, εο, εω:—flow, run, stream, gush, Od.19.204, Il.3.300, 17.86, etc.: with dat. of that which flows, [πηγὴ] ὕδατι ῥέει the fountain runs with water, 22.149, cf. Od.5.70, IG12.54.7;ῥέε δ' αἵματι γαῖα Il.8.65
, etc.;φάραγγες ὕδατι.. ῥέουσαι E.Tr. 449
(troch.);ῥεῖ γάλακτι πέδον ῥεῖ δ' οἴνῳ Id.Ba. 142
(lyr.); οἴνῳ.. ἔρρει χαράδρα Telecl.l.c.(v. sub fin.); (also in [voice] Med., ἱδρῶτι ῥεούμενοι (metri gr. for ῥεόμενοι, cf. μαχεούμενοι) Orac. ap. Hdt.7.140;φόνῳ ναῦς ἐρρεῖτο E. Hel. 1602
);πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν Id.Tr. 995
: so metaph.,πολλῷ ῥ. ἐπαίνῳ Ar.Eq. 527
: rarely with acc. in the same sense (v. infr. 11.2): also with gen.,ἀσφάλτου Str.7.5.8
;πολλοῦ ὕδατος Arr.An. 5.9.4
: sts. with nom.,Ζεὺς χρυσὸς ῥυείς Isoc.10.59
, cf. AP5.32 (Parmen.).b the post-Hom. expression for a full stream isμέγας ῥεῖ, ῥέουσι μεγάλοι Hdt.2.25
;μέγας ἐρρύη Id.8.138
, cf. Th.2.5;ῥ. οὐδὲν ἧσσον ἢ νῦν Hdt.7.129
; also πολὺς ῥεῖ, metaph. of men,ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς A.Th.80
(lyr.);Κύπρις ἢν πολλὴ ῥυῇ E.Hipp. 443
(cf. infr. 2); soῥ. μου τὸ δάκρυον πολύ Ar.Lys. 1034
; also ἐς ἔρωτα ἅπας ῥ. Ps.-Phoc.193;πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ δῆμος ὅλος ἐρρύη Plu.Alc. 21
.c of a river, also ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος derive its stream from melted snow, Hdt.2.22.d prov., ἄνω ῥεῖν flow upwards, of inversion of the usual or right order, E.Supp. 520;ἄνω ποταμῶν ἐρρύησαν οἱ.. λόγοι D.19.287
; cf. ἄνω (B)1.e ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον (v. οὖρος (A))S.Tr. 468.2 metaph. of things, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον from their hands rained darts, Il.12.159;ῥεῖ μάλιστα ὁ ἀὴρ ῥέων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς Arist.Mete. 347a34
, cf. 349a34;φλὸξ ῥυεῖσα Plu.Brut.31
; soτὴν Αἴτνην ῥυῆναι Ael.Fr.2
; esp. of a flow of words, , cf. Hes.Th.39.97; ἔπε' ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα ib.84: abs., of the tongue, run glibly, A.Th. 557; so : hence, of words or sentiments, to be current, .3 fall, drop off, e.g. of hair, Od.10.393, Hes.Fr.29, Theoc. 2.89, etc.; of ripe fruit, Plb.12.4.14, Gp.9.12; of over-ripe corn,ἤδη ῥέοντα τὸν στάχυν Babr.88.14
; wear out,εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο Pl.Phd. 87d
; of a house, to be in a tumble-down condition, Gorg. ap. Stob.4.51.28, Teles p.27 H.; ῥέουσαν σύγκρισιν στῆσαι to stay a collapse of the system, Herod.Med. ap. Orib.5.27.1.4 of molten objects, liquefy, run,ῥεῖ πᾶν ἄδηλον S.Tr. 698
;τήκεται ὁ λίθος.. ὥστε καὶ ῥεῖν Arist.Mete. 383b6
, cf. Thphr.Lap.9.5 to be in perpetual flux and change,ἅπανθ' ὁρῶ ἅμα τῇ τύχῃ ῥέοντα μεταπίπτοντά τε Com.Adesp.200
; , cf. 411c;κινεῖται καὶ ῥεῖ.. τὰ πάντα Id.Tht. 182c
: hence οἱ ῥέοντες, of the Heraclitean philosophers, opp. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, ib. 181a.b ' run', of ink, etc., metaph.,στιγμῆς ῥυείσης γραμμὴν φαντασιούμεθα.., γραμμῆς δὲ ῥυείσης πλάτος ἐποιήσαμεν S.E.M.7.99
; cf.ῥυίσκομαι 11
.6 of persons, ῥ. ἐπί τι to be inclined, given to a thing, Isoc.8.5; ; οἱ ταύτῃ ῥυέντες ib. 495b.7 leak, of a ship, opp. στεγανὸν εἶναι, Arist.Fr. 554, cf. Paus.8.50.7; λύχνοι ῥέοντες prob.in Roussel Cultes Egyptiens p.222(Delos, ii B.C.); of a roof, Men.Sam. 248; [ἀγγεῖον] ῥέον Plu.2.782e
;οἰνοχόαι ῥέουσαι Michel 815.131
(Delos, iv B.C.).9 impers.,ἐκ ῥινῶν ἐρρύη Hp.Epid.1.19
.II very rarely trans., let flow, pour,ἔρρει χοάς E.Hec. 528
(as v.l. for αἴρει):—this differs from the usage2 c. acc. cogn., ῥείτω γάλα, μέλι, let the land run milk, honey, Theoc.5.124, 126; αἷμα ῥυήσεται, of the Nile, Ezek.Exag. 133;οἶνον ῥέων Luc.VH1.7
, cf. LXXJl.3(4).18, Sch.Ar.Pl. 287:—in place of this acc. the best writers commonly used the dat., v. supr. 1.1. -
7 Ἀλφεός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
8 Ἀλφειός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
9 ἄντρον
1 cave Ζεῦ τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (v. Ἰδαῖος) O. 5.18Τυφὼς. τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63
“σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” P. 9.30 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 ἀντρόθε: “ ἀντρόθε γὰρ νέομαι” (v. l. ἄντροθε) Jason speaks P. 4.102 -
10 εὐρύς
εὐρύς (εὐρύν; -είας, -εῖαν; -ύ acc.)1 broad, spacious “ κείναν εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48 ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν” N. 1.42 χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 33c. 3.ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
Πέργαμον εὐρὺ[ν] (supp. Schr.)Πα... γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
met., generous, τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός pr. O. 10.95 n. acc. s. pro adv., broadly,Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.24
-
11 Ἰδαῖος
̆ιδαῑος1 of Ida σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (“lectio et hiatu et prosodico vitio laborat”, Schr.: ῥέοντ' Ἶδαῖόν Heyne: Ἰδαῖον ἄντρον ἐν Ἤλιδι Δημήτριος ὁ Σκήψιος Ἴδης τῆς ἐν Κρήτῃ ἢ τῆς ἐν Τροίᾳ· οὕτως Θέων Σ. v. Wil., 421̆{1}: cf. Περιδάιος) O. 5.18 -
12 ῥέω
1 run, flowἈλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.10
νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Schr.: ἱερὸν codd. Dion. Hal.) Pae. 9.18 -
13 ἀνόνητος
A unprofitable,περισσὰ κἀνόνητα σώματα S.Aj. 758
; ὦπολλὰ λέξας.. κἀνόνητ' ἔπη v.l. ib. 1272;ἀ. γάμος E.Or. 1501
(lyr.), cf. Hel. 886;ἀ. γίγνεσθαι D.9.40
, cf. Plu.2.248a; , cf.Pol. 1334b40;ἄργυρον εἰς ἀνόνατα ῥέοντα Cerc.4.4
:—neut. pl. ἀνόνητα is freq. in E. as Adv., in vain, as Hec. 766, Alc. 412 (lyr.), al.;ἀνόνητα πονεῖν Pl.R. 486c
: regul.Adv.- τως Pall.
inHp.2.147D, Sch.E.Or. 1501: [comp] Comp., ibid.II [voice] Act., c. gen.,τῶν ἀγαθῶν ἀ. τινα ποιῆσαι
deprive of all benefit from..,D.
18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.p.13D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόνητος
См. также в других словарях:
ῥέοντα — ῥέω flow pres part act neut nom/voc/acc pl ῥέω flow pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
προσχώσεις ή αλλουβιοκές αποθέσεις — Η απόθεση χαλαρών (ασύνδετων) υλικών, όπως χάλικες, άμμος, άργιλος και οργανικά υπολείμματα, που προέρχονται από την αποσάρθρωση προϋπαρχόντων πετρωμάτων, και μεταφέρονται κυρίως από τα υδάτινα ρεύματα, αλλά και από τους ανέμους και τους… … Dictionary of Greek
παραρέοντα — παρᾱρέοντα , παραείρω detach fut part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) παρᾱρέοντα , παραείρω detach fut part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) παραρρέω flow beside pres part act neut nom/voc/acc pl παραρρέω flow beside… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέοντ' — ῥέονται , ῥέομαι flow pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ῥέοντο , ῥέομαι flow imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ῥέοντα , ῥέω flow pres part act neut nom/voc/acc pl ῥέοντα , ῥέω flow pres part act masc acc sg ῥέοντι , ῥέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… … Hofmann J. Lexicon universale
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
εύπους — εὔπους, ουν (ΑΜ) (για ίππους, σκύλους, πτηνά κ.λπ.) αυτός που έχει καλά και γρήγορα πόδια, ο ταχύς μσν. 1. (για ρυθμό στο στίχο) με ωραία συνθεμένους πόδες, με ρέοντα ρυθμό 2. φρ. «εὔπους ἥβη» η βιαστική νιότη, τα νιάτα που περνούν γρήγορα.… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek