-
1 αγάλματα
-
2 ἀγάλματα
-
3 αγάλμαθ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
4 ἀγάλμαθ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
5 αγάλματ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
6 ἀγάλματ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
7 ταγάλματ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
8 τἀγάλματ'
ἀγάλματα, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc plἀγάλματι, ἄγαλμαglory: neut dat sgἀγάλματε, ἄγαλμαglory: neut nom /voc /acc dual -
9 ταγάλματα
-
10 τἀγάλματα
-
11 ἄγαλμα
a glory, delight χαριέντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα sc. ὕμνος (contra Wil., ἄγαλμα “ist die Jugend, welche singen soll, der Schmuck des Landes.”) N. 3.13 ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν, Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα (i. e. τὸν ποικίλον ὕμνον Σ.) N. 8.16 εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα (others assume Pindar to have some particular statue in mind.) fr. 195.b statueοὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
c monument ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον i. e. tombstone N. 10.67 -
12 δεξίμηλος
δεξῐ-μηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξίμηλος
-
13 Εὔιος
-
14 καταβάλλω
Aκάββαλε Od. 6.172
, Hes.Th. 189, etc.; imper.καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1
B 14:—throw down, overthrow, ;ἐς μέσσον κ. τι 15.357
; ;ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125
(tm.); , etc.; κ. [ τινὰ]ἐνθάδε Od.6.172
; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109;τεῖχος Th.7.24
;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41
;ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr. 15e
; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow,κ. πατάξας Lys.13.71
; esp. of slaying victims, E.Or. 1603, Isoc.2.20;κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba. 1246
.b [voice] Pass., to be stricken,νόσῳ POxy.1121.9
(iii A.D.).4 throw into prison,κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146
: generally, throw, bring into a certain state, κ. [ τινὰ]ἐς ξυμφοράς E.IT 606
, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb. 15e, Phd. 88c, etc.5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras:κ. τινά Democr.125
;δόξαν Gal.UP6.20
.6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr. 111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg. 960e:—[voice] Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.II let fall, drop,ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog,οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302
; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails,καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671
;τἀκάτια Epicr.10
; κατ' ὀφθαλμοὺς ; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc. 167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA 590b26: in Politics, abandon a measure,καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103
.3 lay down, lay in stores,κ. σιτία Hdt.7.25
:—[voice] Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.4 pay down, yield, bring in,ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149
;τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92
, cf. Lexib.93.b pay,τἀργύριον Th. 1.27
;τριώβολον Amips.13
;ἀρραβῶνα Men.743
, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.;τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg. 932d
, Luc.Vit.Auct. 25; ([place name] Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in [voice] Med.,μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12
.5 put in, deposit, in [voice] Pass., :—but usu. in [voice] Med., deposit,γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100
([place name] Tlos), cf. IG12(1).3.15 ([place name] Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55;λόγους IG7.2850
([place name] Haliartus); (Cret., found at Teos).6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—[voice] Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph.,σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154
; κ. φάτιν ὡς.. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF 758(lyr.).7 lay down as a foundation, mostly in [voice] Med., : esp. metaph., - βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel. 164(lyr.);Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22
;καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39
;ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20
;τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a
: hence generally, to be the author of, commit to writing, ; λόγον Darius ap.D.L.9.13;φλυαρίας Gal.7.476
:— [voice] Pass.,ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ.. ὀρθῶς E.HF 1261
: freq. metaph.,δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph. 232d
;πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN 1096a10
; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol. 1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib. 1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr. 196.2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures,εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54
.B intr., fall,εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep. 344c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάλλω
-
15 νευρόσπαστος
A drawn by strings, ἀγάλματα ν. puppets moved by strings, Hdt.2.48; puppets,X.
Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευρόσπαστος
-
16 Παλλάδιον
A statue of Pallas, Hdt.4.189, Ar.Ach. 547, Jahresh.16 Beibl.42 (iv B. C.), IG22.1388.67, etc.;Π. ἐκάλουν τὰ βαλλόμενα εἰς γῆν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀγάλματα Pherecyd. 179
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παλλάδιον
-
17 παννυχίζω
A celebrate a night-festival, keep vigil, Sapph.Supp.17.3, etc.; ;π. περὶ τὰ ἀγάλματα Timae.127
;π. ἑορτήν Hdn.1.17.6
, etc.:—[voice] Med., Luc.DMeretr.14.1.II generally, do anything the livelong night, φλὸξ συνεχὲς π. it lasts all night long, Pi.I.4(3).65; παννυχίζων all night long, Ar.Fr. 695 (lyr.): c. acc., π. τὴν νύκτα spend the livelong night, Id.Nu. 1069.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παννυχίζω
-
18 περιέπω
Aπεριεῖπον Hdt.7.181
, X.Mem.2.9.5 : [tense] fut.περιέψω Id.Cyr.4.4.12
, Luc.Tim.12 : [tense] aor.περιέσπον Hdt.1.73
, al. ; inf. περισπεῖν ib. 115 : [tense] fut. [voice] Med.περιέψομαι Id.2.115
: [tense] aor. [voice] Pass.περιεφθῆναι Id.5.1
(not in correct [dialect] Att. Prose):—treat, handle, whether well or ill, usu. with an Adv. or some modal word to determine the sense:1 in good sense, π. εὖ τινα treat him well, Hdt.1.73, etc.;κροκόδειλον.. π. ὡς κάλλιστα Id.2.69
;π. τινὰ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς X.Smp.8.38
;π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον Id.Cyr.4.4.12
: without any modal word, treat with respect or honour, Id.Mem.2.9.5, D.H. 8.45, Plu.Num.3, Anon.Incred.17;τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Porph. Marc.17
;ἐπήνεις καὶ περιεῖπες αὐτόν Arr.Epict.3.23.14
.2 in bad sense, τρηχἐως κάρτα π. handle very roughly, Hdt.1.114; ἀεικείῃ περισπεῖν τινα ib. 115; τρηχέως κάρτα π. ἀεικείη ib.73;π. [κροκοδείλους] ἅτε πολεμίους Id.2.69
;π. ὡς ἀνδράποδα Id.7.181
; εἰ δὲ μή, ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι (either [voice] Act., we will treat you as enemies, or [voice] Pass., you shall be treated as..) Id.2.115, cf. 7.149:—[voice] Pass., , 81, al.;ὑπὸ τοῦ νοσήματος κακῶς περιέπεσθαι Hp.Prorrh.2.23
; οὐ πάνυ τι καλῶς π. X.HG3.1.16.3 abs., in part., with uigilance, Plb.4.10.5.—The synon. ἀμφιέπω is poet.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιέπω
-
19 πόποι
πόποι, exclam. of surprise, anger, or pain, ὢ π. freq. in Hom., always at the beginning of a verse and sentence;Aὢ π., οἷον ἔειπε.. Od.17.248
;ὢ π., οἷον δή νυ.. 1.32
;ὢ π., ὡς.. 10.38
, al;ὢ π., ἦ μάλα.. Il.16.745
, al.;ὢ π. οὐδέ νύ σοί περ 8.201
, cf. Od.17.454;ὢ π... καὶ δὴ Il.21.420
; in later [dialect] Ep. and Eleg., A.R.3.558, al., Ap5.253 (Paul. Sil.); Trag. only in lyr., exc. A.Pers. 731 (troch., c. gen.), as ib. 852, Eu. 145, S.OT 168: with other exclam.,ἰὼ π. A.Pr. 575
, Ag. 1100; ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ ib. 1072, 1076.—Later writers expld. πόποι as a Dryopian word = δαίμονες, Plu.2.22c, or, = ἀγάλματα ὑπόγαια τῶν θεῶν, EM823.32, and πόποι = θεοί Lyc.943; dat.πόποις Euph.136
. -
20 πορθέω
A destroy, ravage, plunder,πόλεας καὶ τείχεα Il.4.308
;ἀνδρῶν ἀγρούς Od.14.264
;τοὺς χώρους Hdt.3.58
; , etc.;Φοινίκην Isoc.9.62
;τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν X.HG6.5.27
;τὴν ἤπειρον Th.8.57
; ;π. ἐκ τῶν ἱερῶν τὰ ἀγάλματα Ath.12.523b
:—[voice] Pass.,πᾶν τὸ ἄστυ ἐπορθέετο Hdt. 1.84
;ὅλης τῆς Ἑλλάδος πεπορθημένης Isoc.10.49
; is carried off,Eup.
155.2 in [tense] pres. and [tense] impf., sts. endeavour to destroy, besiege a town, Hdt.1.162, Decr. ap. D.18.164, D.S.12.34, 15.4.3 of persons, destroy, ruin,θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς A.Th. 583
; : abs., do havoc, Id.Andr. 633: esp. in [voice] Pass.,αὐτοὶ ὑφ' αὑτῶν.. πορθούμεθα. A.Th. 194
;κατ' ἄκρας.. ὡς πορθούμεθα Id.Ch. 691
; of women, ; σκόροδα πορθούμενος robbed of them, Com. phrase in Ar.Ach. 164.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγάλματα — ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγάλματ' — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl ἀγάλματι , ἄγαλμα glory neut dat sg ἀγάλματε , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγάλματα — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλμαθ' — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl ἀγάλματι , ἄγαλμα glory neut dat sg ἀγάλματε , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάλματ' — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl ἀγάλματι , ἄγαλμα glory neut dat sg ἀγάλματε , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek