-
1 εξανασπαω
1) вытаскивать, выдергивать(ἐλάτην χθονός Eur.)
2) стаскивать, срывать(πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.)
-
2 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek