-
1 χώρια
επίρρ.1) отдельно, раздельно; врозь, порознь; в отдельности; 2) не считая, без;§ είναι σαράντα χρονών χώρια τα καλοκαίρια — лет ему мало, а живёт давно (о людях, скрывающих свой возраст);
όλοι όλοι αντάμα κι' ο ψωριάρης χώρια — погов, все вместе, а шелудивый врозь
-
2 χώρια
[хорьа] яг1р. отдельно, раздельно, врозь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χώρια
-
3 χώρια
[хорьа] яг1р. отдельно, раздельно, врозь. -
4 Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
– Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε• Вместе тесно, а врозь скучноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
-
5 Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
– Λογαριάσου με τον φίλο σου για να τον έχεις πάντα– Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια• Дружба дружбой, а денежки врозь• Дружба дружбой, а табачок врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φιλία-φιλία και τα νιτερέσα χώρια
-
6 Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
• Все вместе, а шелудивый врозьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια
-
7 Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε
• Мы говорим на разных языкахИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε
-
8 αλιμενος
21) лишенный пристаней, не имеющий гаваней(χθών Aesch.; ἀκτή Eur.; τὰ τῆς Πύλου, sc. χωρία Thuc.; θάλαττα Plat., Plut.)
2) не дающий пристанища, негостеприимный; немилосердный, суровый(ὄρεα, ἄντλος, καρδία Eur.; αἰθέρος αὖλαξ Arph.)
-
9 ανεμβατος
21) недоступный, неприступный(χωρία, θάλαττα Plut.; δρυμών Babr.; ἔπαλξις Anth.)
σκαφέεσσι ἀ. ποταμός Anth. — несудоходная река;βελέεσσιν ἀ. τινος Anth. — неуязвимый для чьих-л. стрел2) не имеющий доступаπρὴν Ῥοδίοισιν ἀ. Anth. — прежде не бывавший у родосцев
-
10 αντιτυπος
2, редко Soph. 31) яркий, резкий, бьющий в глаза(χρωματα Plut.)
2) отражаемый встречным ударом(τύπος Her.)
3) отраженный(φάος Anth.)
; доносящийся в виде отголоска(στόνος Soph.)
4) жесткий, крепкий, неподатливый(γᾶ Soph.; ὀστᾶ Xen.; χωρία Plut.)
5) упорный, упрямый(μάχη Xen.; ἄνθρωπος Plat.)
6) сопротивляющийся, враждебный(τινος Aesch. и τινι Polyb.)
-
11 ανωμαλος
21) неровный(χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.)
2) неравномерный(κίνησις Arst., Plut.)
3) неравный(τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.)
4) основанный на неравенстве (граждан)(πολιτείαι Plat.)
5) неоднородный, непостоянный(φωνή, ἦθος Arst.)
6) грам. отклоняющийся от нормы, неправильный -
12 αφιππος
-
13 δυσιππος
2неблагоприятный для конницыδ. χώρα Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. — непроезжая для конницы местность
-
14 δυσχωρια
ἥ тж. pl. досл. неудобная местность, воен. невыгодные позиции Xen., Isocr., Plat., Arst., Plut. -
15 ενθερμος
-
16 εργασιμα
-
17 εργασιμος
-
18 ερυμνα
τά (sc. χωρία) воен. сильные, хорошо защищенные позиции Xen. -
19 ευειλος
-
20 ευεφοδος
См. также в других словарях:
χώρια — ΝΜ επίρρ. χωριστά, ξεχωριστά νεοελλ. 1. εκτός από («χώρια την κούραση, ξόδεψα και πολλά χρήματα») 2. φρ. α) «χώρια τα καλοκαίρια» (με σκωπτική σημ.) λέγεται για όσους κρύβουν την ηλικία τους β) «χώρια τα τσανάκια μας» ζούμε ή εργαζόμαστε ή,… … Dictionary of Greek
χώρια — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, ξεχωριστά, ιδιαίτερα: Παντρεύτηκε και μένει χώρια απ τους γονείς του. 2. εκτός, πλην: Είναι τριάντα χρονών, χώρια τα καλοκαίρια. 3. παροιμ., «όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια», για κείνους που είναι κάπου, αλλά δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρία — χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σ(υ)χώρια — η, Ν βλ. σ(υ)χώριο … Dictionary of Greek
Δύο Χωριά — Ημιορεινός οικισμός (υψομ. 440 μ., 51 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
χωρί' — χωρία , χωρίον place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek