Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τὰ+χρήματα+ἐν+τῇ+ἀγορᾷ

  • 1 εξαριθμεω

        1) исчислять, пересчитывать
        

    (τὸν στρατόν Her.; ναῦς τε καὴ τἆλλα πάντα Plat.)

        τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν ἑβδομήκοντα Her.после подсчета их оказалось семьсот тысяч

        2) перечислять
        

    (τὰς ἀρετάς Arst.; med.; τὰ ὑπὲρ τῶν προειρημένων Polyb.; τὰς ἡρωϊκὰς συμφοράς Plut.)

        3) отсчитывать (наличными), уплачивать

    Древнегреческо-русский словарь > εξαριθμεω

  • 2 ελευθερος

        3 и 2
        1) свободный, вольный, независимый
        

    (οἱ δοῦλοι καὴ οἱ ἐλεύθεροι Thuc., Arst.; πολίτης Arst.; ἐ. οὔτις ἐστὴ πλέν Διὸς Aesch.; ἥ πόλις κοινωνία τῶν ἐλευθέρων ἐστίν Arst.; ἐλεύθεροι ἀπ΄ ἀλλήλων Xen., Plat.)

        ἐλεύθερόν τινά τινος κτίσαι Aesch. или θεῖναι Eur.избавить кого-л. от чего-л.;
        ἐλευθερον ἦμαρ ἀπούρας Hom. — лишив свободы, обратив в рабство;
        κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον Hom. — поставить чащу (в честь) свободы;
        εἰς ἐλευθέραν φυλακέν ἀποθέσθαι τινά Diod.подвергнуть кого-л. домашнему аресту;
        ἀγορὰ ἐλευθέρα Xen., Arst.; — свободная площадь, т.е. закрытая для представителей «неблагородных» профессий (торговцев, ремесленников и проч.)

        2) подобающий свободному гражданину, благородный
        

    (λόγος Soph.; φρονήματα, ἦθος Plat.; μεγαλόψυχος καὴ ἐ. Arst.)

        3) необремененный долгами
        

    (χρήματα Dem.)

        4) освобожденный, оправданный
        

    (αἵματος Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > ελευθερος

  • 3 εργαζομαι

        (impf. εἰργαζόμην, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, pf. εἴργασμαι - ион. ἔργασμαι; pass.: aor. εἰργάσθην, fut. ἐργασθήσομαι)
        1) работать, трудиться
        

    (ἐν γναφείῳ Lys.; πρὸς τὸν λύχνον Arst.)

        ἀνάγκῃ ἐ. Hom. — заниматься принудительным трудом, т.е. быть обращенным в рабство;
        ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις Dem.работать в рудниках

        2) обрабатывать, обделывать
        

    (χρυσόν Hom.; ξύλα καὴ λίθους Xen.; ὅ εἰργασμένος σίδηρος Arst.)

        3) (тж. ἐ. γῆν Thuc., Xen. или ἐ. ἀγρούς Xen., Plut.) возделывать землю, пахать
        

    (χαλκῷ Hes.; μετὰ τῶν οἰκετῶν Plut.)

        4) разрабатывать, эксплуатировать
        5) ( о пчелах) вырабатывать
        

    (τὸν κηρόν Arst.)

        6) производить, изготовлять
        

    (ἁμαξίδας Arph.)

        7) образовывать, выделять
        

    (ἥ εἰργασμένη θερμότης Arst.)

        8) перерабатывать, переваривать
        

    (τέν τροφήν Arst.)

        9) строить, возводить
        

    (τὸ τεῖχος Her.; οἰκίας Plat.; οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργασμένον Thuc.)

        10) вызывать, возбуждать,
        

    (φθόνον, ὀργήν Arst.)

        11) создавать, ваять
        

    (ἀγάλματα Pind.; ἀνδριάντας Xen.; εἰκόνας Plat.)

        12) сочинять, слагать
        

    (ὕμνους Pind.)

        13) делать, творить, выполнять, совершать
        

    (κλυτὰ ἔργα Hom.; δεινὰ καὴ ἀσεβή Plat.; αἰσχρὸν ἔργον Plut.)

        ἐ. τί τινα Her., Thuc., Soph., Plat., реже τί τινι Eur., Arph.делать что-л. кому-л.;
        περὴ ἀνθρώπους ἄδικον μηδὲν ἐ. Plat. — не совершать ничего несправедливого по отношению к людям;
        πολλὰ καὴ καλὰ τέν Ἑλλάδα ἐ. Plat. — много прекрасного совершить для Эллады;
        αἴσχιστα ἐ. τινα Arph.постыднейшим образом поступить с кем-л.;
        τὸ χρῆμα ἐργάζεται Arph. — дело (уже) делается, т.е. не терпит отлагательства;
        τὰ ἐργασμένα Eur., Her. — дела, деяния, поступки;
        ξηρὸν ἐ. τινα Luc.иссушать кого-л.

        14) осуществлять, развивать
        

    (ἀρετήν Isocr.)

        15) причинять, доставлять
        

    (πημονάς Soph.; πόθον τινί Dem.)

        16) заниматься, промышлять
        ἐ. γλαυκήν Hes. (sc. θάλασσαν) — заниматься морским промыслом (т.е. морской торговлей или рыболовством)

        17) зарабатывать, наживать
        

    (χρήματα Her.; ἀργύριον Plat.)

        18) вести торговлю, торговать
        

    (ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.; σώματι Dem. или ἀπὸ τοῦ σώματος Polyb.)

        ἐ. κατὰ θάλασσαν Dem. — вести морскую торговлю;
        οἱ ἐργαζόμενοι Dem. — торговцы, купцы

    Древнегреческо-русский словарь > εργαζομαι

См. также в других словарях:

  • αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»