Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ+τῶν+ὑδάτων+ς

  • 41 φωνή

    φων-ή, ,
    A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (

    ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An. 420b5

    , cf. 29, HA 535a27, PA 664b1); opp. φθόγγος (v.

    φθόγγος 11

    ):
    I mostly of human beings, speech, voice, utterance,

    φ. ἄρρηκτος Il.2.490

    ;

    ἀτειρέα φ. 17.555

    ; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle- cry of an army,

    Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.. φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400

    : pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3;

    ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20

    , D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti. 67b;

    φ. μαλακή Ar.Nu. 979

    (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq. 218, 638: with Verbs,

    φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85

    , Ar.Nu. 357 (anap.);

    φ. ἱέναι Hdt.2.2

    , 4.23, Pl.Phdr. 259d, etc.;

    φ. ἥσει E.HF 1295

    ;

    προΐεσθαι Aeschin.2.23

    ;

    ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12

    ;

    διαρθρώσασθαι Pl.Prt. 322a

    ;

    ἐντείνασθαι Aeschin.2.157

    ;

    φ. ἐπαρεῖ D.19.336

    ;

    φωνῇ

    with his voice, aloud,

    Il.3.161

    , Pi.P.9.29;

    εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51

    ;

    διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.

    ; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by.., Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg. 474e;

    σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh. 1306a32

    : prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC 138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg. 890d, cf. Euthd. 293a;

    πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R. 475a

    , D.18.195;

    φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15

    (ii B. C.).
    2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86, 396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521;

    ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr. 895a4

    .
    3 any articulate sound, opp. inarticulate noise ([etym.] ψόφος)

    , φ. κωκυμάτων S.Ant. 1206

    ;

    ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12

    :

    στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po. 1456b22

    ; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht. 203b, Arist.HA 535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.
    4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet.,

    κερκίδος φ. S.Fr. 595

    ;

    συρίγγων E.Tr. 127

    (lyr.);

    αὐλῶν Mnesim.4.56

    (anap.); rare in early Prose,

    ὀργάνων φωναί Pl.R. 397a

    ; freq. in LXX,

    ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18

    ; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7;

    ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15

    .
    5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.
    2 language, hdt.4.114, 117;

    φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55

    ;

    ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag. 1051

    ;

    φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch. 563

    , cf. E.Or. 1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap. 17d, etc.;

    τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht. 163b

    ;

    κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d

    , cf. 409e.
    III phrase, saying,

    τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b

    ;

    ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b

    , cf. 330f, etc.; of formulae,

    στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U.

    , cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59);

    αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14

    , cf. Jul.Or.5.162b, etc.
    IV report, rumour, LXXGe.45.16.
    b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).
    V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνή

  • 42 χαριστήριος

    A of or for thanksgiving,

    θυσία D.H.1.88

    : so in pl., Id.10.17,54, IGRom.4.566.19 (Aezani, ii A. D.);

    ἀπαρχαί Ph.2.236

    ;

    ἀμοιβαί D.H.1.6

    ;

    ὕμνος Jul.Or.4.158a

    : c. gen.,

    θυσία χ. ὑδάτων D.H.1.55

    , cf. Plu.Lyc.11.
    II Subst., χαριστήριον, τό, thank-offering, IG22.3003,4798, 7.3100 (Lebad.), Plu.Caes.57, Ath.15.672a, etc.: freq. in pl. χαριστήρια, τά, thank-offerings,

    χ. τοῖς θεοῖς ἀποτελεῖν X.Cyr.4.1.2

    ; ὀφειλήσειν ib.7.2.28; προσφέρειν, θῦσαι, D.S.5.31, 20.76: c. gen.,

    θύειν τοῖς θεοῖς χ. τῶν εὐτυχημάτων Plb.21.2.2

    ;

    χ. τροφῶν ἀποδιδόναι Luc.Patr.Enc.7

    ;

    τῇ Ἑκάτῃ χ. τῆς νίκης ἑορτάζειν Plu.2.862a

    ; χ. ἐλευθερίας, in memory of the liberation by Thrasybulus on 12th Boëdromion, ib.349f, cf. Neanth.9J., OGI654.8 (Egypt. i B.C.); = Lat. supplicatio, Plu.Cam.7.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριστήριος

  • 43 ὄμβρος

    ὄμβρος (A), ,
    A storm of rain, thunder-storm, sent by Zeus,

    ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Il.5.91

    ;

    χειμάρρους.. ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ 11.493

    ;

    ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης.., τεύχων ἢ πολὺν ὄ. κτλ. 10.6

    ; of a storm at sea, Alc.Supp.26.4 ;

    ὄ. λάβρος Hdt.8.12

    ; dist. fr. ὑετός or common rain, Arist.Mu. 394a31 ; but sts., heavy rain, Hdt.8.98, S.Tr. 146, E. Tr.78 : in pl., rains,

    ὄ. πολλοὶ καὶ λάβροι Hdt.4.50

    , cf. 2.25, Pi.P.4.81, S.OC 350.
    2 generally, water, as an element,

    μήτε γῆ, μήτ' ὄ. ἱερός, μήτε φῶς Id.OT 1428

    , cf. Emp.98.2,21.5 : f.l. for ὄλβος in S. Ant. 953 ;

    ὄ. ἀναγκαῖοι

    urine,

    Opp.C.4.443

    .
    3 inundation,

    τῶν παρακειμένων ὑδάτων PTeb.61

    (b). 133 (ii B.C.), al. ;

    ὀχετοὺς ἀγαγεῖν οἳ ἄξουσιν τὸν ὄ. εἰς τὰς ἐξαγωγούς PCair.Zen.383.13

    (iii B.C.).
    II metaph., storm, shower, ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄ., of a battle, Pi.I.5(4).49 ;

    δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον.. τὸν αἱματηρόν A.Ag. 1533

    (lyr.) ; μέλας ὄ. χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' ( χαλάζης αἵματος codd.) S.OT 1279 ;

    ὄμβρῳ δακρυόεντι Nonn.D.16.345

    ;

    πυρὸς ὄμβροι Opp.H.3.22

    ;

    ἡδὺς ὄ. ἀοιδῆς AP9.364

    ([place name] Nestor).
    ------------------------------------
    ὄμβρος (B)· χοιρίδιον, Hsch. (Cf. ὄβρια.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄμβρος

  • 44 ὀψάριον

    ὀψάριον, ου, τό dim. of ὄψον (Hom. et al.; Tob 2:2 BA; 7:8 BA)=‘cooked food’ eaten w. bread. ὀψάριον also has this mng. (PRyl 229, 21; s. below). As food eaten w. bread ὀψάριον can mean ‘tidbit’ in general (so Tob 2:2 S; Plut., Mor. 126a; Philemo Com. Fgm. 98, 5 K.; POxy 531, 18; PFay 119, 31) or specif. fish (cp. Num 11:22 πᾶν τὸ ὄψος τῆς θαλάσσης; Iambl., Vi. Pyth. 21, 98 θαλασσίων ὄψων.—Suda: ὀψάριον• τὸ ἰχθύδιον. This mng. of ὀψάριον is found in several comic wr. in Athen. 9, 35 p. 385f; Lucian, Jupp. Conf. 4; Cyranides p. 109, 4; 5; GDI 4706, 191 [Thera]; OGI 484, 12; 16; BGU 1095, 16 [57 A.D.] λαγύνιον ταριχηροῦ [=ῶν] ὀψαρίων=preserved fish; PLond II, 483, 77 p. 328 [616 A.D.] ὀψάρια ἐκ τῶν παντοίων ὑδάτων. In Mod. Gk. ψάρι=fish). It has the latter mng. in our lit., where it occurs only in J: δύο ὀψάρια J 6:9 (the synoptic parallels have δύο ἰχθύας: Mt 14:17, 19; Mk 6:38, 41; Lk 9:13, 16. Cp. PRyl 229, 21 [38 A.D.] τ. ἄρτους κ. τὸ ὀψάριον); J 6:11; 21:9f, 13.—JKalitsunakis, Ὄψον und ὀψάριον: PKretschmer Festschr 1926, 96–106; opp. ADebrunner, IndogF 24, 1927, 336–43; s. further JKalitsunakis, Philol. Wochenschrift 1928, 1357f; M-EBoismard, RB 54, ’47, 478 n. 2; APitta, Biblica 71, ’90, 348–64.—S. also B. 184. New Docs 2, 92. DELG s.v. ὄψον. M-M. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ὀψάριον

См. также в других словарях:

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»