-
1 σώματα
телателамиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σώματα
-
2 σωμα
- ᾰτος τό(Pind. dat. pl. σωμάτεσσι)
1) (мертвое) тело, труп Hom., Hes., Her., Pind.σ. σποδοῦ Soph. — сожженный труп
2) живое тело Hes., Pind., Her.αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδοναί Plat. — плотские наслаждения;
τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα Aeschin. — телесные наказания3) человек(δόμοι καὴ σώματα Aesch.; σώματα καὴ χρήματα Thuc.)
καὴ χρήματα καὴ τὰ ἑαυτῶν σώματα Xen. — (их) имущество и они сами4) жизньτῶν σωμάτων στερηθῆναι Xen. — лишиться жизни;περὴ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι Lys. — бороться за свою жизнь5) (описательно, без перевода)τὸ σὸν σ. Eur. = σύ;
τὰ πολλὰ σώματα Soph. = οἱ πολλοί;σ. ἀνικάτου του θηρός Soph. = ὅ ἀνίκατος θήρ;δοῦλα καὴ ἐλεύθερα σώματα Xen. = δοῦλοι καὴ ἐλεύθεροι6) раб Polyb.7) основа, сущность(τῆς πίστεως Arst.)
8) физ., мат. телоμεγέθους τὸ ἐπὴ τρία σ. (ἐστιν) Arst. — то, что имеет три измерения, есть тело
9) совокупность, масса, система(τοῦ κόσμου Plat.)
10) анат. орган, аппарат -
3 αηρ
ἀέρος (ᾱ и ᾰ), эп.-ион. ἠέρος ὅ, поэт. ἥ (реже pl.)1) воздух (в его нижних слоях, в отличие от αἰθήρ)(ἀέρες καὴ αἰθῆρ καὴ ὕδατα Plat.)
δι΄ ἠέρος αἰθέρα ἱκανέμεν Hom. — (о сосне) проникать через толщу (нижнего) воздуха в эфир2) туман, мглаἀ. παρὰ νηυσὴ βαθεῖα ἦν Hom. — вокруг кораблей был густой туман
3) воздух ( вообще)γῆς ἰσόμοιρος ἀ. Soph. — воздух, отовсюду окружающий землю;
τέτταρα σώματα …πῦρ καὴ ἀ. καὴ ὕδωρ καὴ γῆ Arst. — (имеются) четыре (основные) вещества:— огонь, воздух, вода и земля;πρὸς τὸν ἀέρα ἔξω Arph. — на открытом воздухе -
4 αθλαστος
-
5 αιγληεις
(Ὄλυμπος Hom.; Κλάρος, Σελήνης πῶλοι HH.; κῶας, κόσμος Pind.; σώματα Eur.; χρυσός Plut.)
-
6 αιθεροειδης
-
7 αιματοσταγης
-
8 ακατακτος
-
9 ακεφαλος
21) безголовыйοἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» ( мифическое племя в Ливии)
2) обезглавленный(νεκροί, σώματα Plut.)
3) не имеющий начала или конца(λόγος, μῦθος Plat., Luc.)
ἀ. στίχος Plut. — гексаметр, начинающийся коротким слогом -
10 ακηδης
21) беспечный, беззаботный, свободный от забот(θεοί Hom.; θυμός Hes.; ἀ. τινος Hom., Plut.)
2) брошенный без попечения, оставленный без внимания(ξεῖνος, ἔντεα πατρός Hom.)
3) оставленный без погребения(σώματα, Ἕκτωρ Hom.)
-
11 αλιβαφης
-
12 αναλισκω
ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω(impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)1) расходовать, тратить, употреблять(τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)
2) растрачивать, расточать, терять(ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)
3) уничтожать, истреблять, губить, убивать(τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)
οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. — (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог4) исключать, устранять -
13 αναλοω...
ἀναλόω...ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω(impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)1) расходовать, тратить, употреблять(τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)
2) растрачивать, расточать, терять(ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)
3) уничтожать, истреблять, губить, убивать(τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)
οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. — (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог4) исключать, устранять -
14 ανατηκω
1) плавить, расплавлять, растоплять, pass. плавиться, таять(πλῆθος τῶν ἀνατηκομένων χιόνων Polyb.; χαλκὸς ἀνατήκεται Plut.)
2) размягчать, изнеживать, делать дряблым(τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.)
-
15 ανελκτος
-
16 ανεπαφος
-
17 ανθρωπομορφος
-
18 απαντλεω
1) черпать, вычерпывать(ὑγρόν Arst., Plut.)
2) уменьшать, убавлять(ὕβρισμα θνητῶν Eur.; σώματα διαίταις Plat.)
3) облегчать(πόνους τινί Aesch.; βάρος ψυχῆς Eur.)
-
19 απλοος
I.стяж. ἁπλοῦς 31) простой, одиночный, в один ряд(τεῖχος Thuc.)
2) простой, незначительный(οὐκ εἰς ἁπλοῦν φέρειν, ἀλλ΄ ἐς μέγιστον Soph.)
3) один, единственный(λύπη Eur.)
4) простой, незатейливый, безыскусственный(μῦθος Aesch.; λόγος Eur., Arph.; διήγησις Plat.)
5) простой, прямой(κέλευθος Pind.; οἶμος Plat.)
6) простой, открытый, честный(ἔπη Aesch.; τρόποι Eur., Arph.; πόλεμος Plut.)
7) простой, грубый, примитивный(ἁπλουστάτοις χρῆσθαι βίοις Polyb.; νόμοι ἁπλοῖ καὴ βαρβαρικοί Arst.)
8) простоватый, простодушный(κριτής Arst.; ἁπλοὺς ἡγοῦνται τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας Isocr.)
9) простой, не составной, не сложный(σώματα, χρώματα, ὀνόματα Arst.)
10) чистый, настоящий, подлинный(συμφορα Lys.; δημοκρατία Arst.)
11) общий, приблизительныйαἰτία:
ἢ ἀκριβέστεραι ἢ ἁπλούστεραι Arst. — более или менее точно определенные причиныII.стяж. ἄπλους 21) неудобный для плавания, несудоходный(θάλαττα Dem., Plut.; πόντος Polyb.)
2) непригодный для мореплавания, неисправный(νῆες Thuc.)
-
20 ασυμπαγης
См. также в других словарях:
σώματα — σώ̱ματα , σῶμα body neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεψικές ύλες — Σώματα που υπάρχουν σε μέρη διαφόρων φυτών ή εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για τη δέψη δερμάτων. Συνήθως είναι άμορφα σώματα, με στυφή γεύση, διαλύονται εύκολα στο νερό, καθιζάνουν από τα διαλύματά τους με άλατα μολύβδου,… … Dictionary of Greek
διπλοθλαστικά — Σώματα στα οποία η προσπίπτουσα φωτεινή ακτίνα διασπάται σε δύο ακτίνες, εκ των οποίων η μία ονομάζεται τακτική και η άλλη έκτακτη. Βλ. λ. διάθλαση … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek