-
121 досрочный
досрочный πριν από τη λήξη της προθεσμίας προεξοφλη τικός (о погашении долга)* * *πριν από τη λήξη της προθεσμίας; προεξοφλητικός ( о погашении долга) -
122 доходить
-
123 еда
еда ж το φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή (пища) за едой την ώρα του φαγητού перед едой πριν το φαγητό после еды μετά το φαγητό* * *жτο φαγητό, το φαγί, το φαΐ, η τροφή ( пища)за едо́й — την ώρα του φαγητού
пе́ред едо́й — πριν το φαγητό
по́сле еды́ — μετά το φαγητό
-
124 назад
назад 1) πίσω, προς τα πίσω' пойдёмте \назад ας επιστρέψουμε ( πίσω) 2) (о сроке): год (тому) \назад πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο* * *1) πίσω, προς τα πίσωпойдёмте наза́д — ας επιστρέψουμε (πίσω)
2) ( о сроке)год (тому́) наза́д — πριν ένα χρόνο, εδώ και ένα χρόνο
-
125 начало
начало с η αρχή, η έναρξη с самого \началоа από την αρχή· в \началое στην αρχή' в \началое пятого στις τέσσερις και κάτι· перед \началоом πριν αρχίσει* * *сη αρχή, η έναρξηс са́мого нача́ла — από την αρχή
в нача́ле — στην αρχή
в нача́ле пя́того — στις τέσσερις και κάτι
пе́ред нача́лом — πριν αρχίσει
-
126 недавно
недавно πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταία' совсем \недавно τώρα μόλις* * *πριν από λίγο, πρόσφατα, τελευταίαсовсе́м неда́вно — τώρα μόλις
-
127 неделя
неделя ж η (ε) βδομάδα· два, три раза в \неделяю δύο, τρεις φορές τη βδομάδα' \неделяю тому назад πριν μια βδομάδα* * *жη (ε)βδομάδαдва, три ра́за в неде́лю — δύο, τρεις φορές τη βδομάδα
неде́лю тому́ наза́д — πριν μια βδομάδα
-
128 незадолго
См. также в других словарях:
πρίν — before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek
πριν — 1. επίρρ. χρον., προηγουμένως: Δεν άκουσα τι είπατε πριν. 2. χρον. σύνδ., προτού: Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. 3. ως πρόθ. μαζί με το από: Πριν από τον τελευταίο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὶν ἰχθοὺς λαβεῖν, ἁλμὴν κυκᾷς. — См. В мутной воде рыбу ловить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. — μήτε δίκην δικάσῃς, πρὶν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς. См. Не спеши карать, спеши выслушать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ πρότερον εἰς βουλὴν παρέλθῃς, πρὶν ἂν κληθείης. — См. На совет чужой не ходи; пока позовут, подожди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek