-
1 διαπεραιοω
1) перевозить, переправлять(τοὺς στρατιώτας Plut.)
τὸ πέλαγος διεπεραιώθη ἀσφαλῶς μεγάλῳ στόλῳ Plut. — большой флот благополучно переплыл море2) med.-pass. переправляться, переезжать(διαπεραιώσασθαι πελάγη Plat.)
διαπεραιωθέντες Her. — совершив переправу3) извлекать, выхватывать(ξίφη κολεῶν διεπεραιώθη Soph.)
-
2 διπαλτος
-
3 εκκωφεω
ἐκκωφέω, ἐκκωφόωтолько pf.1) оглушать(τὰ ὦτά τινος Plat.)
τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. — ты своим криком оглушил Афины;τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. — ты оглох2) ошеломлять(φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.)
3) притуплять -
4 εκκωφοω...
ἐκκωφόω...ἐκκωφέω, ἐκκωφόωтолько pf.1) оглушать(τὰ ὦτά τινος Plat.)
τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. — ты своим криком оглушил Афины;τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. — ты оглох2) ошеломлять(φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.)
3) притуплять -
5 εκπηδαω
ион. v. l. ἐκπηδέω (fut. ἐκπηδήσομαι)1) выскакивать, выпрыгивать(ἐκ τοῦ ὕδατος Arst.)
2) бить ключом(ὕδατος, ἐκπηδᾷ νοτίς Eur.)
3) спрыгивать, бросаться (sc. ἐς τέν θάλασσαν Her.)4) прыгать, скакать(ἐλαφρότητι θαυμαστῇ Plut.)
ἐ. φόβῳ Soph. — выскакивать от страха5) перен. перескакивать, метаться6) набрасываться, устремляться, нападать(ἐπί τινα Lys.; ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη Xen.)
7) убегать -
6 εκπιπτω
1) выпадать, спадать, падать(χειρός τινι, δίφρου Hom.; ἀντύγων ἄπο Eur.; ἐκ τοῦ τρήματος Arph.; ὀδόντες ἐκπίπτουσιν Arst.)
αἱ ἀπὸ τοῦ κέντρου γραμμαὴ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι Arst. — линии, расходящиеся конусом из центра2) быть выбрасываемым (на берег волнами)(Hom. - in tmesi; εἰς γῆν τένδε Eur.; πρὸς τέν χώραν Plat.)
ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα Thuc. — (тело Тимократа) прибило волнами к Навпактийскому порту;οἱ ἐκπίπτοντες Xen. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег3) капать, выделяться4) отпадать, отклоняться(ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματός τινος Plat.)
5) воен. делать вылазку, идти в наступление, нападать(οἱ πολέμιοι ἐκπίπτοντες Her., Xen. - ср. 13; ἐκπεσόντες ξίφη ἔχοντες Xen.; εἰς τὰς εὐρυχωρίας ἐκπεσεῖν Polyb.)
ἐξέπεσε διώκων Plut. — он бросился в погоню6) устремляться, выбегать(τῆς ἀγορᾶς δρόμῳ Plut.)
7) убегать(Ἀθήναζε Thuc.; πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Xen.)
8) прорыватьсяἡ ἀκουσίως ἐκπίπτουσα φωνή Plut. — невольно сорвавшееся слово
9) терпеть неудачу(τραγῳδία ἐκπίπτει Arst.; ἐκπίπτοντες ὑπόμισθοι τραγῳδοῦντες Luc.)
ἐκπεσὼν οἰχήσεται Plat. — ему предстоит провал;ἐξέπεσε τοῦ δράματος Plut. — его драма провалилась;ἐκπέπτωκεν ὅ λόγος NT. — слово не сбылось10) впадать, оказыватьсяεἰς λήθην τινὸς ἐκπεσεῖν Aeschin. — забыть о чем-л.;
εἴς τινα παροινίαν ἐκπεσεῖν Plut. — впасть в некое состояние опьянения11) лишаться власти, быть свергаемым(πρός τινος Aesch., Soph.)
12) быть лишаемым, лишаться(τυραννίδος Aesch.; τῆς φιλίας τινός Plut.)
ἐκπεπτωκὼς ἐκ τῶν ἐόντων Her. — потерявший состояние, впавший в нищету;ἀπὸ τῶν ὑπαρχουσῶν ἐλπίδων ἐ. Thuc. — лишиться своих надежд;ἐκπεσεῖν ἐκ τῆς δόξης Isocr. — лишиться (былой) славы;τοῦ φρονεῖν ἐ. Plut. — терять рассудок;τοῦ θράσους ἐκπεσεῖν Plut. — пасть духом;ἐκπεσεῖν τοῦ λόγου Aeschin. — сбиться в речи13) изгоняться(ὑπό τινος Her., Thuc.; ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐκπίπτοντες Thuc.; τῶν οἰκιῶν ἐκπεπτωκότες Xen.; τῆς πατρίδος Plut.)
οἱ ἐκπεσόντες Thuc. и οἱ ἐκπεπτωκότες Plut. — изгнанники;ἐκπεσεῖν τῆς βουλῆς Plut. — быть исключенным из сената;τῶν πολεμίων ἐκπεσόντων Plut. — после изгнания неприятеля (ср. 5)14) распространяться, становиться известнымἐκπεσεῖν εἰς ἀνθρώπους Plat. — стать достоянием людей, т.е. общеизвестным;
φωνέ ἐξ ἄλσους ἐξέπεσε Plut. — из рощи раздался голос15) (об оракулах и т.п.) даваться, объявляться(οἱ νῦν ἐκπίπτοντες χρησμοί Luc.; ἐκπίπτει χρησμὸς ποιεῖν τι Diog.L.)
ταύτης τῆς ἀποκρίσεως ἐκπεσούσης Polyb. — когда был объявлен этот ответ16) переходить, превращаться(ἥ στάσις φιλία - v. l. ἐς φιλίαν - ἐξεπεπτώκει Thuc.; εἰς ἀλλότριον εἶδος Plat.)
-
7 ερυστος
-
8 καθαρπαζω
1) вырывать, выхватывать(ἐκ δεξιᾶς ξίφη Eur.)
2) поспешно снимать, срывать(κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων Eur.)
-
9 λαθραιος
-
10 ξιφηφορος
-
11 παρανισχω
(impf. παρανῖσχον)1) поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ)(φρυκτοὺς πολλούς Thuc.)
2) выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку(ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.)
-
12 σπαω
(fut. σπάσω с ᾰ, aor. ἔσπᾰσα - эп. σπάσα, pf. ἔσπακα; aor. med. (ἐ)σπασ(σ)άμην; adj. verb. σπαστός) тж. med.1) вытягивать, вытаскивать, извлекать, вынимать(ἔγχος ἔξω χροός Hom.)
ὡς ἕκαστος ἔσπασεν τύχης πάλον Aesch. — согласно вынутому каждым жребию;ἥ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασεν или οὐκ ἔσπασε ταύτῃ γε погов. Arph. — удочка ничего не вытянула, т.е. сорвалось!2) извлекать из ножен, обнажать(φάσγανα Hom.; ἔσπασμένοις τοῖς ξίφεσι Diod.)
ἐσπασμένοι τὰ ξίφη Xen. — обнажив свои мечи3) вырывать, выдергиватьσ. κόμην Soph. — рвать на себе волосы4) отрывать, увлекать(τινα ἀπὸ γονάτων τινός Eur.)
σ. πῶλον παρὰ ξυννόμων Plat. — уводить прочь жеребца от его табуна5) разрывать, растерзывать(τινὰ τοῖς ὄνυξιν Arst.; σπῶντες ἀλλήλους ὄρνιθες Soph.)
6) выпихнуть(τὸ σκέλος Plut.)
τὸν μηρὸν (acc. relat.) σπασθῆναι Her. — вывихнуть себе бедро7) тянуть, дергатьοἷον νεῦρα σ. τινα Plat. — дергать кого-л. словно веревочками, т.е. управлять кем-л. по своему произволу
8) втягивать, всасывать, вбирать, впивать, пить(τι Aesch., Eur.)
σ. τὸν μαστόν Arst. — сосать грудь9) вдыхать(τὸ πνεῦμα Plat.)
10) стягивать судорогойσπᾶσθαι καὴ πονεῖν Arst. — страдать мучительными судорогами;
ἐσπᾶτο πέδονδε Soph. — (Геракл) в судорогах повалился на землю11) оттягивать назад(ἵππον Xen.)
τὸν χαλινὸν ἐκ τῶν ὀδόντων σ. Plat. — крепко затягивать удила12) перен. выводить, производить, образовывать -
13 υποζωννυμι
ὑποζώννυμι, ὑποζωννύω1) подпоясывать(χιτῶνας Luc.)
Ἀράβιοι ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. — арабы носили подпоясанные плащи;ὑπεζωσμένοι ὑμάντας Plut. — подпоясанные ремнями;ὑπεζωσμένοι ξίφη Plut. — с мечами у поясов;χρυσοῦς τετρακοσίους ὑπεζωσμένος Plut. — имеющий в своем поясе четыреста золотых2) обхватывать(τινὰ τοῖς ποσσίν Anth.)
3) мор. обвязывать, скреплять канатами(τὰς ναῦς Polyb.; τὸ πλοῖον NT.)
-
14 υποζωννυω...
ὑποζωννύω...ὑποζώννυμι, ὑποζωννύω1) подпоясывать(χιτῶνας Luc.)
Ἀράβιοι ζειρὰς ὑπεζωσμένοι ἔσαν Her. — арабы носили подпоясанные плащи;ὑπεζωσμένοι ὑμάντας Plut. — подпоясанные ремнями;ὑπεζωσμένοι ξίφη Plut. — с мечами у поясов;χρυσοῦς τετρακοσίους ὑπεζωσμένος Plut. — имеющий в своем поясе четыреста золотых2) обхватывать(τινὰ τοῖς ποσσίν Anth.)
3) мор. обвязывать, скреплять канатами(τὰς ναῦς Polyb.; τὸ πλοῖον NT.)
-
15 αναρπάζω
(αόρ. ανήρπασε) μετ.1) похищать; расхищать; грабить; 2) хватать, схватывать; ανήρπασαν τα ξίφη των και επετέθησαν схватились за мечи и бросились в атаку;1) — быть схваченным, захваченным;αναρπάζομαι
2) быть смытым, снесённым (волной, ветром) -
16 διασταυρώνω
См. также в других словарях:
ξίφη — ξίφος sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξίφος sword neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… … Dictionary of Greek
διαπεραιώνω — (Α διαπεραιῶ, όω) 1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος 2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντι αρχ. 1. διαβαίνω, περνώ 2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» τα ξίφη βγήκαν απ τις θήκες τους … Dictionary of Greek
ερυστός — ἐρυστός, ή, όν (Α) [ερύω (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» γυμνά ξίφη, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
σχέδιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ναυβολίδη Ιφίτου και της Ιππολύτης. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο επικεφαλής (μαζί με τον αδελφό του Επίστροφο) των Φωκέων. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα σε μάχη γύρω από το πτώμα του Πάτροκλου. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας,… … Dictionary of Greek
αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
ENSIS — I. ENSIS Ordo eq. in Cypro, a Guidone Lusiniano, qui a Richardo I. Angliae Rege insulam emerat, A. C. 192. institutus. Cuius insigne, Ensis argenteus, cum lemmate, Securitas regni. Primum equitem creavit Almericum fratrem, et 300 regni Barones, A … Hofmann J. Lexicon universale
GLADIUS — insigne apud Romanos Magistratus, publicum iudicium exercentis, quemadmodum hasta Praetoris, privatim iudicium obeuntis, fuit: Merum enim imperium est, habere Gladii potestatem, ad animad vertendum in homines facinorosos. Ioh. Rosin. Antiqq. Rom … Hofmann J. Lexicon universale
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek