-
1 καθαρπαζω
1) вырывать, выхватывать(ἐκ δεξιᾶς ξίφη Eur.)
2) поспешно снимать, срывать(κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων Eur.)
См. также в других словарях:
συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… … Dictionary of Greek