-
1 μυστηριον
τό преимущ. pl.1) тайное священнодействие, таинство, мистерииτὰ μεγάλα μυστήρια Eur., Arph. — великие мистерии (в честь Деметры, в Элевсине, в месяце боэдромионе);
τὰ μυστήρια ποιεῖσθαι Thuc. — справлять мистерии2) тайна, секрет
См. также в других словарях:
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek