-
1 κύμβαλα
κύμβαλονcymbal: neut nom /voc /acc pl -
2 κύμβαλ'
κύμβαλα, κύμβαλονcymbal: neut nom /voc /acc pl -
3 χαλκόκροτος
χαλκόκροτος, -ον1 with rattling bronze χαλκοκρότου Δαμάτερος (παρὰ τὰ ἐπικτυποῦντα ἐν ταῖς τελεταῖς τῆς Δήμητρος κύμβαλα Σ.) I. 7.3 -
4 εὔηχος
εὔηχ-ος, ον, -
5 κοιλοχείλης
κοιλο-χείλης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλοχείλης
-
6 κύφαλα
-
7 περίκροτος
περί-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκροτος
-
8 συγκτυπέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκτυπέω
-
9 χαλκεόνωτος
χαλκεό-νωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκεόνωτος
-
10 χαλκόκτυπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόκτυπος
-
11 ἀκρότητος
ἀκρότητος, ον,II not struck together or in unison,μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93
= Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρότητος
-
12 ἐπικροτέω
2. c. acc., strike with a rattling sound, clash,κύμβαλα Alciphr.1.12
;κρόταλα Luc.Syr.D. 44
;γένειον Opp.C.2.244
.3. clap, applaud, Men.887, Plu.Ant. 12;τινί Luc.Cont.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικροτέω
-
13 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύδουπος
-
14 κύμβη 1
κύμβη 1Grammatical information: f.Meaning: `cup, bowl' (Nic., Ath.), `boat' (S. Fr. 127);Derivatives: κύμβος m. (n.) `hollow vessel' (Nic., H.); κυμβίον (- εῖ-) n. `small cup' (Att., hell.), `small boat' (H., Suid.). Also κύμβαλον n., usu. pl. -α `cymbal' (Pi., A., X.; cf. κρόταλον) with the dimin. κυμβάλιον (Hero) and the denom. κυμβαλίζω `sound the cymbals' (hell.); and - ισμός, - ιστής, - ίστρια (late).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Here prob. also ἀν-εκυμβαλίαζον ( δίφροι Π 379) `they clashed as κύμβαλα together' (diff. Kuiper Μνήμης χάριν 1, 214 n. 11). By Curtius 158 connected with Skt. kumbhá-, Av. xumba- m. `pot'; thus (with Fick, Pedersen) Celt. vase-names as MIr. comm, cummal; more in Bq, Pok. 592, W.-Hofmann s. cubō. Further Sayce ClRev. 42, 161. - Because of the sequence * kumb(h)- it cannot be an old IE word; rather a `Wanderwort' - From κύμβη Lat. cymba, cumba `ship' (acc. to Plin. ΗΝ 7, 208 Phoenician). Fur. 284 compares κύπη `ship etc.' H. and considers the word as Pre-Greek; thus DELG (Frisk refers to the word but does no treat it).See also: -- Vgl. κύπη.Page in Frisk: 2,48Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύμβη 1
См. также в других словарях:
κύμβαλα — κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμβαλ' — κύμβαλα , κύμβαλον cymbal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυμβαλίζω — (Α) ξεκουφαίνω κάποιον κρούοντας κύμβαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυμβαλίζω «κρούω κύμβαλα»] … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
ντέφι — Κρουστό μουσικό όργανο, αρχαίας προέλευσης. Αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχουν χάλκινα κύμβαλα ή κουδουνάκια. Η μία πλευρά του πλαισίου είναι σκεπασμένη με μεμβράνη ή κατεργασμένο δέρμα. Ο ήχος παράγεται με την κρούση ή… … Dictionary of Greek
Кимвал — Классификация Ударный музыкальный инструмент, Идиофон Связанные статьи Тала Кимвал (греч. κύμβαλον, лат. cymbălum), употребля … Википедия
BALATOR — in Appendice ad Chron. Leodiense A. C. 1374. apud Labeum Tom. 1. Bibl. p. 408. vel. ut est in Notis Tyronis, Ballator, saltator est. Unde Balatio, saltatio in Glossis Isidori; et Ballematium seu Ballisteum, chorea seu cantilena, ad quam saltatur … Hofmann J. Lexicon universale
επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… … Dictionary of Greek
κλαπατσίμπαλα — τα 1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά. 2. (γενικά) τα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον] … Dictionary of Greek
κοιλοχείλης — κοιλοχείλης, ες (Α) (για κύμβαλα) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος < χείλης (< χείλη, πληθ. τού χεῖλος), πρβλ. κοψο χείλης, σφιχτο χείλης] … Dictionary of Greek