-
121 κατ-ασκέω
κατ-ασκέω, verstärktes simplex, Sp., δίαιτα ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη Plut. Ages. 33.
-
122 κατ-ασμενίζω
κατ-ασμενίζω, befreunden, Sp.
-
123 κατ-ασβολόω
κατ-ασβολόω, mit Ruß, Asche bedecken, Argument. Soph. O. R.
-
124 κατ-α-σθενέω
κατ-α-σθενέω, schwächen, λουτρὸν κνησμονὰς κατασϑενεῖ Ep. ad. 445 ( App. 304).
-
125 κατ-ασθμαίνω
κατ-ασθμαίνω, wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.
-
126 κατ-αυχέω
κατ-αυχέω, stolz sein auf Etwas, womit prahlen, πλήϑει καταυχήσας νεῶν Aesch. Fers. 344.
-
127 κατ-αυχένιοι
κατ-αυχένιοι, πλόκαμοι, auf den Nacken herabfallend, Rufin. 11 (V, 73).
-
128 κατ-αυγασμός
κατ-αυγασμός, ὁ, Beleuchtung, σελήνης, Plut. Nic. 23.
См. также в других словарях:
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek