-
1 πακτόω
πακτόω, befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι ϑύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.
-
2 δια-χαλάω
-
3 ἀτραπίζω
ἀτραπίζω, = βαδιζω ἢ ὁδοποιέω; Phereorat. B. A. 460 ἀτρεπίζοντες τὰς ἁρμονίας.
-
4 ἁρμονία
ἁρμονία, ἡ, die Fügung; eigentl. fem. von ἁρμόνιος, welches adject. zu einem wenigstens als Appellat. ungebräuchl. ἅρμων ist; verwandt ἁρμός, ἅρμα, ἄρω. Hom., bei dem nach Scholl. Od. 5, 248 ἁρμονιά zu betonen ist, hat das Wort dreimal: Od. 5, 248 γόμφοισιν δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονιῇσιν ἄρασσεν, wahrscheinl. Klammern; 5, 361 ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονιῇσιν ἀρήρῃ, so lange die Balken zusammenhalten; Iliad. 22, 255 τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, des Vertrages, plur. statt des sing. – Bei den Folg.: Bindungsmittel, τοίχων ἁρμ. δέδεται Antiphil. 27 (IX, 306); die Fugen, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν βίβλῳ Her. 2, 96; Sp., wie D. Sic. 2, 8; Plut.; Fügung, Verhängniß, Διός Aesch. Prom. 550; das richtige Verhältniß aller Theile zum Ganzen, Uebereinstimmung, Proportion, ἡ ἐν σώματι Plat. Rep. IX, 591 d; αἱ ἐν τοῖς φϑόγγοις καὶ ἐν τοῖς τῶν δημιουργῶν ἔργοις πᾶσι Phaed. 86 c; in der Musik, Einklang, Harmonie; Tonart, Λυδία Pind. 4, 45; Folgde. Bei den Rhetoren Wohlklang im Periodenbau, Arist. rhet. 3, 1. ἁρμονικός, ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig, Plat. Phaedr. 268 d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12. 3.
-
5 ἐκ-πακτόω
ἐκ-πακτόω, hinein-, verstopfen, τὰς ἁρμονίας τῇ βίβλῳ Her. 2, 96.
См. также в других словарях:
οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
εντήκω — ἐντήκω (Α) 1. λειώνω, διαλύω 2. χύνω υλικό λειωμένο μέσα σε κάτι («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», Διόδ.) 2. διδάσκω 3. (για συναισθήματα) εισδύω βαθιά στην ψυχή 4. (για πρόσ.) λειώνω από έρωτα 5. εξαντλούμαι από το κλάμα … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek