-
1 κατορθοω
1) выпрямлять(δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.)
2) направлятьκατορθοῦντες φρένα Soph. — в здравом уме;
ἐπειδέ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. — поскольку ты решился действовать3) заставлять воспрянуть духом, ободрять(βροτούς Soph.)
4) успешно доводить до конца, благополучно завершать(τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὴ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὴ πάντα Plut.)
οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. — хитрость не удалась;ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. — в случае удачи этого …, в случае же провала …;τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. — удача, успех;τουτὴ κατωρθώκαμεν περὴ ἐπιστήμης Plat. — этот вопрос о знании мы разрешили успешно5) одерживать верх, побеждать(τῇ μάχῃ Polyb.)
-
2 ἀναπλάσσω
A form anew, remodel, restore a broken nose, Hp.Mochl.2; rebuild,οἰκίδια PHal.1.183
(iii B. C.): metaph., ἀ. ταύτας [τὰς ἑταίρας] Alex.98.5:—[voice] Med., ἀναπλάσασθαι οἰκίην rebuild one's house, Hdt.8.109.2 simply, model, mould, fashion,τῆς Αἰδοῦς.. τἄγαλμ' ἀ. Ar.Nu. 995
, cf. AP7.410 (Diosc.), al.;τὰ μέλη τοῦ παιδός Pl.Alc.1.121d
: metaph., τοῖς ψηφίσμασιν ἀ. [Ἀλέξανδρον] Demad.11; make up,τροχίσκους Dsc.1.8
, al.3 metaph., ἀ. διπλάσια τῆς ἀληθείας κακά invent, imagine them, Philem.160, cf. Plb.3.94.2, D.H.1.53;πολλοὺς θεούς Ph.2.262
;αἰτίας Procop.Arc.15
; ἐπιστολήν ib.12, Philostr.VA7.35: abs., imagine vainly, Metrod.Herc.831.14, cf. 17, Phld.D.1.17:—also in [voice] Med., AP9.710 (Diosc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπλάσσω
-
3 μιμνήσκω
μιμνήσκω (not [suff] μιμν-ήσκω, v. infr.), [tense] fut. μνήσω: [tense] aor. ἔμνησα: causal Verb, formed in [tense] pres. and [tense] impf. from μέμνημαι as πιπράσκω from πέπραμαι:—A remind, put in mind,μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός Od.12.38
; τινος of a thing,ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος 3.103
;τῶν σ' αὖτις μνήσω Il.15.31
, cf. 1.407;μηδέ με τούτων μίμνησκ' Od.14.169
, cf. Thgn.1123, Theoc.15.36.II ἔμνασεν ἑστίαν πατρῴαν.. νικῶν recalled it to memory, made it famous, Pi.P.11.13.—[voice] Act. is mostly [dialect] Ep., used once in Trag. (lyr.), E.Alc. 878: compds. with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose.B [voice] Med. and [voice] Pass. [full] μιμνήσκομαι, imper. - ήσκεο Il.22.268: [dialect] Ep. [tense] impf.μιμνήσκοντο 13.722
(the [tense] pres. only in later Prose, Pl.Ax. 368a, D.H.1.13, Plu.2.653b; μέμνημαι serving as [tense] pres. in early writers): other tenses are formed from the stem μνη- (v. μνάομαι): [tense] fut.μνήσομαι Od.7.192
, Sapph.32;μνησθήσομαι Hdt.6.19
, E.Med. 933, etc.; alsoμεμνήσομαι Il.22.390
, Od.19.581, Hdt.8.62, E.Hipp. 1461, Pl.Phlb. 31b, etc.: [tense] aor. ἐμνησάμην, inf.μνήσασθαι Od.4.331
, Tyrt.12.1, Hdt. 7.39; rare in Trag., as S.OT 564; [dialect] Ep.μνησάσκετο Il.11.566
; Trag. also ἐμνήσθην (used by Hom. only in Od.4.118), S.El. 373, etc.; [dialect] Aeol.ἐμνάσθην Sapph.Supp.4.11
: [tense] pf. μέμνημαι, [dialect] Aeol.μέμναιμαι Alc. Supp.28.6
, in [dialect] Att. always in [tense] pres. sense, as also freq. in Hom.; [ per.] 2sg.μέμνηαι Il.21.442
,μέμνῃ 15.18
; imper. μέμνησο, [dialect] Dor.μέμνᾱσο Epich. 250
, etc., [dialect] Ion.μέμνεο Hdt.5.105
; subj.μέμνωμαι -ώμεθα Od.14.168
, S.OT49; [dialect] Ion. - εώμεθα Archil.(?) in PLit.Lond.54.4; opt.μεμνῄμην Il.24.745
, - (μεμνῇο, -ῇτο shd. prob. be read for -ῷο or - οῖο, -ῷτο in X.An.1.7.5, Cyr.1.6.3, and μεμνοῖτο is dub. in Crates Com.50); [dialect] Ep. [ per.] 3sg.μεμνέῳτο Il.23.361
; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.μεμναίατο Pi. Fr.94
; inf. μεμνῆσθαι; [dialect] Aeol. imper.μέμναισο Sapph.Supp.23.8
; part. μεμνημένος: [tense] plpf.ἐμεμνήμην Isoc. 12.35
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐμεμνέατο Hdt.2.104
:— remind oneself of a thing, call to mind:—Constr.: sts. c. acc., remember,Τυδέα δ' οὐ μέμνημαι Il.6.222
, cf. 9.527, Od.14.168, S.OT 1057, Pl.Lg. 633d, D.44.7; esp. with relat. clause following,μ. τὸν στόλον ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18
; ;μ. τὸν Εὐφραῖον, οἷ' ἔπαθεν D.9.61
; also μέμνησο ἐκεῖνο, ὅτι .. X.Cyr.2.4.25; μεμνώμεθα ταῦτα περὶ ἀμφοῖν, ὅτι .. Pl. Phlb. 31a: more freq. c. gen.,φίλου μεμνήσομ' ἑταίρου Il.22.390
;τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι Od.19.581
;οὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων οὐδὲν ἐμνάσθη Sapph.Supp.
l. c., cf. Hdt.8.62, E.Hipp. 1461, etc.; alsoμεμνημένος ἀμφ' Ὀδυσῆϊ Od.4.151
;ἀμφὶ Διώνυσον.. μνήσομαι h.Hom. 7.2
;περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.192
:—[voice] Pass., to be remembered (not in early Prose),τὰ παραπτώματα οὐ μνησθήσεται LXX Ez.18.22
;αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν Act.Ap.10.31
, cf. Apoc.16.19.2 c. inf.,μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις.. ἀλεξέμεναι Il.17.364
;μέμνησο δ' εἴκειν A.Supp. 202
;μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ar.Eq. 495
;μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι X.An.3.2.39
;μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Pl.Ap. 27b
.3 after Hom., c. part., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη let him remember that he clothes, Pi.N.11.15; μέμνημαι κλύων I remember hearing, A.Ag. 830;μεμνήμεθα ἐλθόντες E.Hec. 244
;μ. ἀκούσας X.Cyr.1.6.3
, etc.: folld. by a relat.,μέμνησ', ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτόν Ar.Nu. 1107
.4 abs.,ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Th.2.8
, cf. 5.66: [tense] pf. part. μεμνημένος in commands, ὧδέ τις.. μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.19.153, cf. 5.263, Hes.Op. 422, etc.II make mention of, c. gen.,τῶν νῦν μοι μνῆσαι Od.4.331
; Μοῦσαι, μνησαίαθ' ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (i. e. τῶν, ὅσοι) Il.2.492; alsoμνήσασθαι περί τινος Hdt.7.39
: freq. in [tense] aor. [voice] Pass. μνησθῆναι, Od.4.118, S.Ph. 310;μνησθῆναι περί τινος Hdt. 1.36
, cf. 9.45;περί τινος ἔς τινα Th.8.47
, cf. 1.10, 37, etc.;μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης D.18.21
;μ. τινὸς πρός τινα Lys.1.19
: later c. dat. pers., recall to one's memory, remind, ἐμνήσθην σοι καὶ παρόντι περί .. PLille12.1 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.122.7, al. (iii B. C.): rarely c. acc.,ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί Pi.I.8(7).29
: abs., μευ μεμναμένω εἰ φιλέεις με mentioning your name to see if.., Theoc.3.28.III give heed to,πατρὸς καὶ μητέρος Od.18.267
; μ. βρώμης give heed to food, 10.177; ὡς μεμνέῳτο δρόμου (v.l. δρόμους ) that he might give heed to the running, Il.23.361; μ. χάρμης, δαιτός, σίτου, 4.222, Od.20.246, Il.24.129;μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ μάχας B.17.58
;ἀοιδᾶς Pi.Fr.94
. ([dialect] Aeol. [full] μιμναίσκω (not μιμνᾴσκω) Hdn.Gr.2.79, 178; but [dialect] Ep., [dialect] Ion., [dialect] Att. [full] μιμνήσκω without ι, PCair.Zen. 15v.35 (iii B. C., ὑπο-), Inscr.Magn.16.27 (early ii B. C., [ ἀνα-]), SIG 704E18 (Delph., late ii B. C., ὑπο-), Did.in An.Ox.1.196; cogn. with Lat. memini, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμνήσκω
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek