-
1 κηρία
-
2 κηρία
-
3 κηρία
κηρία, ἡ, Binde, Verband -
4 κηρία
κηρίονhoneycomb: neut nom /voc /acc pl -
5 μελι-κηρία
μελι-κηρία, ἡ, = Folgdm, Medic.
-
6 κηρί'
κηρία, κηρίονhoneycomb: neut nom /voc /acc pl -
7 ἐξυφαίνω
A weave,φᾶρος Hdt.2.122
,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); [ πέπλον] Batr.182; of bees,ἐ. κηρία X.Oec.7.34
([voice] Pass.);σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3
:—[voice] Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—[voice] Pass., ἐξύφανται ὑμέσι are tissues of membranes, Aret.SA2.7; -ασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7.II metaph., finish,ἐ. μέλος Pi.N.4.44
;τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275
; of speech or writing,βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2
, etc.;τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. Id.18.10.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυφαίνω
-
8 σιμβλεύω
σιμβλεύω, 1) die Bienen in Körbe, Stöcke setzen, schlagen. – 2) intr., κηρία σιμβλεύει, Honig sammelt sich in den Körben, Phil. Thess. 30 (VI, 236).
-
9 κηρεία
-
10 κηρών
-
11 μελισοό-τευκτος
μελισοό-τευκτος, von Bienen gemacht, κηρία, Pind. frg. 266.
-
12 ἐμ-πλάσσω
-
13 ἐξ-υφαίνω
ἐξ-υφαίνω, ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Uebertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; ϑρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεϑ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
-
14 βαπτω
1) погружать, окунать(τι εἴς τι Arst., Plut.)
2) погружать для закалки, закалять(πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.)
3) погружать, вонзать(ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.)
ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. — нанести большой урон аргивскому войску4) окунать в краску, красить, окрашивать(ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.)
κροκωτὸν βάψασθαι Arph. — выкраситься в шафрановый цвет5) окунать в яд, отравлять(ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.)
6) полоскать, мыть(τἄρια θερμῷ Arph.)
7) зачерпывать, черпать(ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.)
8) погружаться(εἰς ψυχρόν Arst.)
9) тонуть(ναῦς ἔβαψεν Eur.)
-
15 εξαγωνος
-
16 εξυφαινω
-
17 μελισσοτευκτος
-
18 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
19 догореть
-ритρ.σ.καίομαι, αποκαίομαι, καίομαι ως το τέλος, σβήνω•свечи -ли τα κηριά κάηκαν•
заря -ла το λυκαυγές έσβησε, έφεξε καλά.
-
20 парафиновый
επ.της παραφίνης, από παραφίνη•-ые свечи στεατικά κηριά, σπερματσέτα•
-ое масло παραφινέλαιο.
См. также в других словарях:
κηρία — κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρί' — κηρία , κηρίον honeycomb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειρία — η (Α κειρία και κηρία και καιρία και κιρία) νεοελλ. ναυτ. πισσωμένη πάνινη ταινία για περιτύλιγμα σχοινιού ώστε αυτό να προφυλάσσεται από την τριβή, κν. φασίνα αρχ. 1. σχοινιά ή ιμάντες τεντωμένοι κατά μήκος και κατά πλάτος τού κρεβατιού, πάνω… … Dictionary of Greek
κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
свирель — род. п. и, ж., укр. свирiль, свирiлка, др. русск., ст. слав. свирѣль κιθάρα (Супр.), болг. свирол свирель , сербохорв. свѝрала свирель , словен. sviralо музыкальный инструмент . Производное от *svirati, др. русск. свирати, свиряти играть на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
PARAPLASMATA — Graece παραπλάσματα, dicebantur frustula ex cera, quae Critici antiqui locis dubiis, de quibus amplius quaerendum esset, aut notabilibus adfingebant: Hesych. Παραπλάσματα τὰ κηρία τὰ ἐπιτιθέμενα τοῖς ξητήμασιν εν τοῖς βιβλίοις. Et alibi,… … Hofmann J. Lexicon universale
PASCUA — unicum Romanorum vectigal aliquandiu fuit. Plain. l. 18. c. 3. Agrum male colere, Censorium probrum iudicabatur Etiam nunc in tabulis Censortis pascua dicuntur omnia, ex quibus populus reditus habet, quia diu hoc solum vectigal fuerat. Et quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… … Dictionary of Greek
μελισσότευκτος — μελισσότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek