-
1 μελισσοτευκτος
-
2 μελισσότευκτος
1 made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152. -
3 μελισσότευκτος
μελισσό-τευκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελισσότευκτος
-
4 μελισσοτεύκτων
μελισσότευκτοςmade by bees: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
μελισσότευκτος — μελισσότευκτος, ον (Α) αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek
μελισσοτεύκτων — μελισσότευκτος made by bees masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
οινότευκτος — οἰνότευκτος, ον (Μ) αυτός που προξενείται από οινοποσία («οἰνότευκτος μέθη», Ι. Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τευκτός (< τεύχω «προξενώ, προετοιμάζω»), πρβλ. μελισσότευκτος] … Dictionary of Greek