-
1 τἆνδον
-
2 παρ-ωθέω
παρ-ωθέω (s. ὠϑέω), fortstoßen, drängen, verachten, verweigern; τἄνδον παρώσας λέκτρα, Eur. El. 1037; Troad. 656; Pol. 5, 84, 3 u. Folgde; ἔρωτα, verhehlend, Soph. Trach. 358; – bes. im med., μὴ παρώσασϑαι ξένους, Eur. Heracl. 238; παρεῶσϑαι, Dem. 2, 18, Schol. καταφρονεῖσϑαι; Sp., περὶ τὰς πλουσίων ϑύρας ἀλλήλους παρωϑούμενοι, Luc. Pisc. 34, der auch Tim. 4 παρωσάμενοι τῆς τιμῆς verbindet. – Von der Zeit, aufschieben, Plat. Rep. V, 471 c.
-
3 παρ-ευ-τρεπίζω
παρ-ευ-τρεπίζω, gut einrichten; παρευτρεπίζετε τἄνδον, Eur. I. T. 725; παρευτρέπισται, Cycl. 590; Sp., auch im med., παρευτρεπίσασϑαι τὰ κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα, Pol. 5, 108, 4.
-
4 ἐξ-αρτύω
ἐξ-αρτύω, zurecht machen, zurüsten; τἄνδον ἐξάρτυε Eur. El. 422; νεῶν ἐπίπλουν Thuc. 2, 17; pass., τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἐξήρτυνται ἄριστα, damit waren sie aufs beste versehen, 1, 80; ὁ στόλος καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἐξαρτυϑείς 6, 31; πάντα ἐξήρτυτο ἐς κάτοδον Her. 1, 61; ἐξηρτυμένος λογάσι, σίτῳ, 1, 43. 7, 147; ταῦτ' οὖν πρὸς τὸν πόλεμον ἡμῖν ἅπαντα ἐξήρτυται Plat. Legg. I, 625 d, u. so die Folgdn bes. von Kriegsrüstungen. – Med., sich rüsten, sich anschicken, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν Aesch. Prom. 910; φόνον ἐξαρτύσομαι Eur. El. 647; übh. sich mit Etwas versehen, ναυτικὰ ἐξηρτύετο ἡ Έλλάς Thuc. 1, 13.
-
5 ἐξ-αρκής
ἐξ-αρκής, ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιϑῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.
-
6 ἔξωθεν
ἔξωθεν, 1) von außen her, aus der Fremde; ἔξωϑεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται Aesch. Spt. 542; εἰςελϑεῖν Plat. Parm. 127 d u. A. häufig. – 2) = ἔξω, außen, außerhalb; ξυμφορᾶς γὰρ ἂν ἔξ. εἴην Soph. El. 1144; οἱ δειμάτων ἔξ., außer Furcht, Eur. Herc. fur. 723; συγκαϑήμενοι ἔξ. τῶν ὅπλων Xen. An. 5, 7, 21; οἱ ἔξωϑεν, die außerhalb, Her. 9, 5; αἱ ἔξ. πόλεις Plat. Polit. 307 e u. sonst; τὰ ἔξ. im Ggstz von τἄνδον, τἂν δόμοις Aesch. Spt. 201; Eur. El. 74; Xen. oec. 7, 22; οἱ ἔξ. λόγοι, die nicht zur Sache gehören, Dem. 18, 9.
-
7 ἐξαρκής
ἐξ-αρκής, ές, aus-, hinreichend; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιϑῶ, daß ich alles im Hause gehörig besorge
См. также в других словарях:
τάνδον — Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἔνδον … Dictionary of Greek
τἀνδόν — ἀνδόν , ἀναδίδωμι give up aor part act neut nom/voc/acc sg ἐνδόν , ἐνδίδωμι give in aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄνδον — ἔνδον , ἔνδον within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἆνδον — ἄνδον , ἀναδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic) ἄνδον , ἀναδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω … Dictionary of Greek