-
1 τάλογα
-
2 τἄλογα
См. также в других словарях:
τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τάλογα
2 τἄλογα
τἄλογα — ἄλογα , ἄλογος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)