-
1 ταρτύματα
-
2 τἀρτύματα
-
3 διαβρέχω
A soak, : abs., Arist.Pr. 866a10:—[voice] Pass.,ἄλφιτα ζωμῷ διαβραχέντα Ael.NA1.23
, cf. Gp.17.17.2; διαβεβρεγμένος, of a person, soaked in liquor, Hld.5.31;πρὶν διαβραχῆναι πικροτάτους εἶναι Zeno Stoic.1.65
;ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ διαβραχείς Porph. Chr.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβρέχω
См. также в других словарях:
τἀρτύματα — ἀρτύ̱ματα , ἄρτυμα condiment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)