-
1 καρᾱ-δοκέω
καρᾱ-δοκέω, eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει ὅταν στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προςδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προςταχϑησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ πάλιν, Equ. 661, sah auf mich.
См. также в других словарях:
τἀπιόντα — ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἀπιόντα , ἄπειμι 2 ibo pres part act masc acc sg ἀπιόντα , ἄπειμι 2 ibo pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιόντα , ἔπειμι 1 … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)