Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τἀμά

  • 1 nezir

    τάμα, τάξιμο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > nezir

  • 2 зарок

    зарок
    м τό τάξιμο, ὁ δρκος, τό τάμα, ἡ ὑπόσχεση [-ις]:
    давать \зарок παίρνω брко νά μήν...

    Русско-новогреческий словарь > зарок

  • 3 обет

    обет
    м τό τάμα, τό τάξιμο, ἡ ὑπόσχεση:
    давать \обет ὁρκίζομαι, τάζω· нарушать \обет παραβαίνω τόν δρκο μου.

    Русско-новогреческий словарь > обет

  • 4 река

    рек||а
    ж ὁ ποταμός, τό ποτάμι:
    приток \рекай ὁ παραπόταμος· судоходная \река ὁ πλωτός (или ὁ πλάΐμος) ποταμός· вверх по \рекае́ ἀντίθετα πράς τό ρεδμα, ἀναπό-ταμα· вниз по \рекае́ (σύμφωνα) μέ τό ρεύμα, κατώρεμα· берег \рекай ἡ ὅχθη τοῦ ποταμοδ, ἡ ἀκροποταμιά· ◊ литься \рекао́й (о слезах, крови) χύνομαι ποτάμι.

    Русско-новогреческий словарь > река

  • 5 обет

    [αμπιέτ] ουσ. α. τάμα, υπόσχεση

    Русско-греческий новый словарь > обет

  • 6 обет

    [αμπιέτ] ουσ α τάμα, υπόσχεση

    Русско-эллинский словарь > обет

  • 7 вклад

    α.
    1. κατάθεση, καταβολή•

    вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.

    2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).
    3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•

    ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > вклад

  • 8 обет

    α.
    τάμα, τάξιμο, υπόσχεση (για κληρικούς). || πανηγυρική (επίσημη)υπόσχεση.

    Большой русско-греческий словарь > обет

  • 9 посул

    α.
    1. (απλ.) υπόσχεοη, τάμα,τάξιμο.
    2. παλ. δωροληψία δωροδόκημα.

    Большой русско-греческий словарь > посул

  • 10 Claim

    v. trans.
    P. ἀντιποιεῖσθαι (gen.), μεταποιεῖσθαι (gen.), Ar. and P. προσποιεῖσθαι (acc. or gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see Exact.
    Claim in return: P. ἀνταξιοῦν (acc.).
    Demand: see Demand.
    No one will claim the crown ( of sorrow) in her stead: V. οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται (Eur., Hec. 660).
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    Claim an estate ( at law): P. ἐπιδίζεσθαι κλήρου, ἀμφισβητεῖν κλήρου.
    V. intrans. Think right (with infin.): P. and V. ἀξιοῦν, δικαιοῦν, V. ἐπαξιοῦν.
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    ——————
    subs.
    Arrogation to oneself: P. προσποίησις, ἡ.
    Demand: P. and V. ἀξίωσις, ἡ, P. δικαίωμα, τό, δικαίωσις, ἡ.
    Claim to gratitude: P. ἀξίωσις χάριτος.
    Have a claim to nobility in one's personal appearance: V. τὴν ἀξίωσιν τῶν καλῶν τὸ σῶμʼ ἔχειν (Eur., frag.).
    Lay claim to: see v., claim.
    THEOGL. Giving my bride to another?
    CHO. Yes, to those that have a better claim.
    THEOGL. But who has a claim to what is mine?
    ΘΕΟ. τἀμὰ λεκτρʼ ἄλλῳ διδοῦσα;
    ΧΟ. τοῖς γε κυριωτέροις.
    ΘΕΟ. κύριος δὲ τῶν ἐμῶν τίς; (Eur., Hel. 1634.)
    'Tis a bold claim: V. μεγάς γʼ ὁ κόμπος (Eur., H.F. 1116).
    Just claim: P. and V. τὸ δκαιον, P. δικαίωσις, ἡ, δικαίωμα, τό.
    Have claims on, deserve: P. and V. ἄξιος εἶναι (gen.).
    Have a claim to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.); see Deserve.
    Claim to an estate ( at law): P. ἐπιδικασία (ἡ) κλήρου.
    Claim to half the inheritance: P. ἀμφισβήτησις (ἡ) τοῦ ἡμικληρίου (Dem. 1174).
    Abandon a claim: P. ἐκλιπεῖν ἀμφισβήτησιν (Dem. 1178).
    Thus I made good to you my claim: P. οὕτως ἐπεδικασάμην παρʼ ὑμῖν (Isae. 85).
    Rival claims to an estate: P. διαδικασία (ἡ) τοῦ κλήρου.
    Profession: P. ἐπάγγελμα, τό.
    Debt: Ar. and P. χρέος, τό, P. ὀφείλημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Claim

  • 11 Fail

    v. trans.
    With non-personal subject: P. ἐκλείπειν, Ar. and P. ἐπιλείπειν.
    Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, προλείπειν, καταλείπειν, προϊέναι (or mid.), προδιδόναι.
    You fail your friends in time of trouble: V. ἀπαυδᾶς ἐν κακοῖς φίλοισι σοῖς (Eur., And. 87).
    When he saw his eyesight failing him: P. ἐπειδὴ ᾔσθετο... τὸν ὀφθαλμὸν αὐτὸν προδίδοντα (Dem. 1239).
    V. intrans. Of persons, meet with ill-success: P. and V. μαρτνειν, σφάλλεσθαι, ἐξαμαρτνειν, πταίειν, P. ἀποτυγχάνειν, διαμαρτάνειν, V. ἀμπλακεῖν ( 2nd aor.), παμπλακεῖν ( 2nd aor.).
    Be unlucky: P. and V. δυστυχεῖν, Ar. and P. τυχεῖν.
    Of things, not to succeed: P. and V. κακῶς χωρεῖν, οὐ προχωρεῖν.
    His plan will succeed and mine will fail: V. τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμένʼ ἔσται τἀμὰ δʼ ἡμαρτημένα (Soph., O.R. 620).
    Give out: P. and V. ἐκλείπειν, ἐλλείπειν, Ar. and V. λείπειν (rare P.), Ar. and P. ἐπιλείπειν.
    Go bankrupt: P. and V. νασκευάζεσθαι; see Bankrupt.
    Flag: P. and V. πειπεῖν, παρεσθαι; see Flag.
    My limbs fail: V. λύεται δέ μου μέλη (Eur., Hec. 438).
    Bent spine and failing knee: V. διπλῆ ἄκανθα καὶ παλίρροπον γόνυ (Eur., El. 492) Fail ( to do a thing): P. and V. οὐ δύνασθαι (infin.), οὐκ ἔχειν (infin.).
    Fail in, not succeed in: P. διαμαρτνειν (gen.), ἀποτυγχάνειν (gen.), P. and V. μαρτνειν (gen.). σφάλλεσθαι (gen.), ποσφάλλεσθαι (gen.), V. ἀμπλακεῖν (gen.) ( 2nd aor.).
    The gloom of night is dangerous to fail in: V. ἐνδυστυχῆσαι δεινὸν εὐφρόνης κνέφας (Eur., Phoen. 727).
    Be wanting in: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), πολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fail

  • 12 Hang

    v. trans.
    P. and V. κρεμαννύναι.
    Make fast on anything: P. and V. ἀρτᾶν.
    Strangle: Ar. and P. ἄγχειν.
    Kill by strangling the neck: V. παρτᾶν δέρην, ἀρτᾶν δέρην.
    Hang fire (met., delay): P. and V. μέλλειν.
    Hang the head: Ar. and P. κύπτειν (absol.), V. νεύειν κάρα.
    Be hung up: P. ἀναρτᾶσθαι.
    Be hanged: V. κρεμασθῆναι ( 1st aor. pass. of κρεμαννύναι.
    Go and hang yourself, interj.: Ar. φθείρου ἐς κόρακας.
    Those who made laws I would have go and hang themselves: V. οἳ δὲ τοὺς νόμους ἔθεντο... κλάειν ἄνωγα (Eur., Cycl. 338).
    Hang up, let alone, v. trans.: P. and V. ἐᾶν.
    Defer: P. and V. ναβάλλεσθαι.
    V. intrans. P. and V. κρέμασθαι, αἰωρεῖσθαι, ἀρτᾶσθαι.
    Be fastened: P. and V. ἀρτᾶσθαι, ἐξαρτᾶσθαι.
    My weapons hanging to my side will speak thus: V. (ὅπλα) πλευρὰ τἀμὰ προσπίτνοντʼ ἐρεῖ τάδε (Eur., H.F. 1379).
    Hang over, threaten: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.); see Overhang.
    Hang upon, cling to: P. and V. ἐκκρεμάννυσθαι (gen.), V. ἐκκρήμνασθαι (gen.), ἐξηρτῆσθαι (perf. pass. ἐξαρτᾶν) (gen.); see cling; met., depend on: P. and V. ἐξαρτᾶσθαι (gen., or ἐκ, gen.), P. ἀναρτᾶσθαι (ἐκ, gen.), ἀρτᾶσθαι (ἐκ, gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hang

См. также в других словарях:

  • τάμα — Ευχή προς θεό ή άγιο, η οποία περιέχει υπόσχεση ανταπόδοσης της χάρης με προσφορά αναθήματος ή δουλείας στο ιερό. Τα έθιμα των αρχαίων σχετικά με την ευχή προς το θείο και την προσφορά αναθήματος ή θυσίας μετά από την εκπλήρωσή της, παρέμειναν… …   Dictionary of Greek

  • τάμα — το, ατος 1. ό,τι τάζει κανείς, η υπόσχεση, το τάξιμο: Το χω τάμα ν ανάψω μεγάλη λαμπάδα. 2. αφιέρωμα, χάρισμα στο Θεό ή σε άγιο: Η εικόνα είναι γεμάτη τάματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τἀμᾷ — ἀ̱μᾷ , ἁμός 1 fem dat sg (doric aeolic) ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres subj mp 2nd sg ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres subj act 3rd sg ἀ̱μᾷ , ἀμάω 1 reap corn pres ind act 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμά — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀμά , ἡμός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • τάζω — ΝΜ υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «τού ταξε προίκα» β. «ἀλλ ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῑκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι τού άρρωστου παιδιού της») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • Tama (votive) — Tama (Greek: τάμα, pl. ταμάτα tamata ) are a votive offering or ex voto used in the Eastern Orthodox Churches, particularly the Greek Orthodox Church. Tamata are usually small metal plaques, which may be of base or precious metal, usually with an …   Wikipedia

  • PERDA, a PERDO — qui perdit vel Perditor, Graece φθορεὺς, apud Treb. Pollionem in Trig. Tyrannis, c. 18. Aureolus. Quietum Macriani filium, quem perdam suum esse dicebat. Ubi prius legebatur proedam. Sed Palatinus liber planis et min8me dubiosis literis exaratum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έγκληρος — ἔγκληρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος 2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.) 3. πλούσιος 4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς… …   Dictionary of Greek

  • ασημόπαιδο — το παράσταση παιδιού ή μέλους του ανθρώπινου σώματος, έκτυπη ή εγχάρακτη σε ασημένιο έλασμα, κρεμασμένη ως τάμα σε εικόνα αγίου ή της Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • αφιέρωμα — το (Μ ἀφιέρωμα) [αφιερώ]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα νεοελλ. δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»