-
1 ταλλότρια
-
2 τἀλλότρια
-
3 δειπνέω
A , X.Cyr.5.3.35,- ήσομαι D.S.11.9
, Gal.11.6: [tense] aor. ἐδείπνησα, [dialect] Ep.δείπνησα Od.14.111
, etc.: [tense] pf.δεδείπνηκα Ar.Ec. 1133
, etc.; [dialect] Att. [ per.] 1pl.δεδείπναμεν Alex.109
, Eub.91; inf.δεδειπνάναι Ar.Fr. 464
, 249,Pl.Com.144: [tense] plpf.ἐδεδειπνήκεσαν Antipho 1.18
; [dialect] Ep.δεδειπνήκειν Od.17.359
:—make a meal, Hom. (v. δεῖπνον): in [dialect] Att. always, take the chief meal, dine, once in Trag., (dub. l.); δ. τὸ ἄριστον make breakfast serve as dinner, X.Cyr.1.2.11; δ. παρά τινι with one, Antipho 1.18; [ ἐν πρυτανείῳ] And.1.45.2 c. acc., δ. ἄρτον make a meal on bread, Hes.Op. 442;δ. μοσχίον Ephipp.15.13
;κοτύλην μίαν Alex.221.17
;ξίφη Mnesim.7
; δ. τἀλλότρια, of parasites, freq. in Com., Theopomp.34, Eub.72, etc.; alsoδ. ἀπό τινος Ar.Pl. 890
.II [voice] Act., entertain,τινάς Milet.7.68
, Inscr.Cos131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνέω
-
4 λέχος
3 marriage-bed: and generally, marriage,ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Il.1.31
;ὁμὸν λ. εἰσαναβαίνοι 8.291
;λ. δ' ᾔ σχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od.8.269
, cf. 3.403; ἑτέρῳ λέχεϊ, i.e. in adultery, Pi.P.11.24;ἰὼ λ. καὶ στίβοι φιλάνορες A.Ag. 411
(lyr.);τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον S.Aj. 491
;λ. Ἡρακλεῖ.. ξυστᾶσα Id.Tr.27
; κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος ib. 360; λέχους γὰρ.. ἁγνὸν δέμας (sc. ἐστί) E. Hipp. 1003: freq. in pl.,ἐκ λεχέων Pi.P.9.37
;λεχέων Διὸς εὐνάτειρα A.Pr. 895
(lyr.);τὰ νυμφικὰ λ. S.OT 1243
:ἱέμενοι λεχέων Id.Tr. 514
(lyr.); γῆμαι μείζω λέχη make a great marriage, E.El. 936; λ. τἀλλότρια ib. 1089; μικρὰ μεγάλων ἀμείνω.. λέχη ib. 1099: hence for the concrete, λ. νεώτερον younger spouse, Sapph.75; σὰ λέχεα thy spouse, E.El. 481 (lyr.);ὤλεσας κεδνὸν λ. Id.Hipp. 835
: used by Com. in poet. or mock Trag. passages,λ. γαμήλιον Ar.Av. 1758
; ;παιδὶ συμμεῖξαι λ. Id.Th. 891
. -
5 σφυδόω
A to be in full health or vigour, σφυδῶν· εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός, Hsch., cf. διασφυδόω:—[voice] Pass., δειπνοῦσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια they sup even to bursting, Timocl.29; cf. σφυρόομαι. -
6 ἀλλότριος
A of or belonging to another, βίοτος, νηῦς, ἄχεα, Od.1.160, 9.535, Il.20.298; γυνή another man's wife, A.Ag. 448 (lyr.); ἀλλοτρίων χαρίσασθαι to be bountiful of what is another's, Od.17.452; γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν with faces unlike their own, of a forced, unnatural laugh, ib.20.347; ἀ. ὄμμασιν εἷρπον by the help of another's eyes, S.OC 146(lyr.); οὐκ ἀ. ἄτην not inflicted by other hands, Id.Ant. 1259; but ἀ. φόνος murder of a stranger (cf. 11.1), Pl.Euthphr.4b: prov., ἀ. ἀμᾶν θέρος reap where one has not sown, Ar.Eq. 392, cf. Hes.Th. 599; ἀλλοτριωτάτοις τοῖς σώμασιν χρῆσθαι deal with one's body as if it belonged to another, Th.1.70; τὰ ἀλλότρια, [var] contr. τἀλλότρια, what belongs to others, not one's own, τἀ. ἀποστερεῖν, δειπνεῖν, X.Ages.4.1, Theopomp. Com.34.II opp. οἰκεῖος, foreign, strange,1 of persons,ἀ. φώς
stranger,Od.
18.219, cf. Ar.Ra. 481; almost = enemy, Il.5.214, Od.16.102; οὐδέ τις ἀλλοτρίων no stranger, Hdt.3.155;εἴτε ἀ. εἴτε οἰκεῖος ὁ τεθνεώς Pl.Euthphr.4b
;ἀ. τῆς πόλεως Lys.28.6
;οὐδείς ἐστί μοι ἀ., ἂν ᾖ χρηστός Men.602
; ἀλλοτριώτερος τῶνπαίδων less near than thy children, Hdt.3.119; ἀλλοτριώτερος, opp. οἰκειότερος, Arist.EN 1162a3: c. dat.,ἀλλότριοι ὑμῖν ὄντες Isoc. 14.51
.b hostile, unfavourably disposed, c. gen.,ἀ. Ῥωμαίων Plb.28.4.4
;- ώτατος μοναρχίας D.S.16.65
;ἀλλότρια φρονῶν τοῦ βασιλέως Plb.36.15.7
, cf. OGI90.19 ([place name] Rosetta).2 of things, alien, strange, ([comp] Comp.), etc.; εἴ τι πρότερον γέγονεν ἀ. estrangement, Decr. ap. D.18.185;ἡ ἀ.
alien country, enemy's country,Lys.
2.6, Isoc.10.50, cf. Hdt.8.73: c. gen., alien from,ἐπιτηδεύματα δημοκρατίας ἀ. Lys.31.34
; οὐδὲν ἀ. ποιῶν τοῦ τρόπου Decr. ap. D.18.182.b Medic., abnormal, Sor.2.5, Gal.14.780; ἀ. σάρκες superfluous fat, Pl.R. 556d.c foreign to the purpose, : [comp] Comp., Id.EN 1159b24: [comp] Sup., Id.Cat. 15b29, cf. Polystr.p.17 W.d Astrol., = ἀπόστροφος, POxy. 464.16.III Adv. ἀλλοτρίως, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλας to be unfavourably disposed towards.., Lys.33.1, cf.Isoc.12.159; ἄ. ἔχειν πρός .. Id.5.80: [comp] Comp.- ιώτερον
less favourably,D.
18.9.2 strangely, marvellously, Epigr.Gr.989.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλότριος
-
7 ἐπισφετερίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισφετερίζομαι
См. также в других словарях:
τἀλλότρια — ἀλλότρια , ἀλλότριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
σφυδώ — όω ή άω, Α 1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν (κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» 3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια» (στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε… … Dictionary of Greek