Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τἀλλότρια

См. также в других словарях:

  • τἀλλότρια — ἀλλότρια , ἀλλότριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… …   Dictionary of Greek

  • σφυδώ — όω ή άω, Α 1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν (κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» 3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια» (στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»