-
1 ταγάλματα
-
2 τἀγάλματα
См. также в других словарях:
τἀγάλματα — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ταγάλματα
2 τἀγάλματα
τἀγάλματα — ἀγάλματα , ἄγαλμα glory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)