-
21 ακαταλύτως
ἀκαταλύ̱τως, ἀκατάλυτοςindissoluble: adverbialἀκαταλύ̱τως, ἀκατάλυτοςindissoluble: masc /fem acc pl (doric) -
22 ἀκαταλύτως
ἀκαταλύ̱τως, ἀκατάλυτοςindissoluble: adverbialἀκαταλύ̱τως, ἀκατάλυτοςindissoluble: masc /fem acc pl (doric) -
23 ακράτως
ἀκρά̱τως, ἄκρατοςunmixed: adverbialἀκρά̱τως, ἄκρατοςunmixed: masc /fem acc pl (doric)ἀ̱κράτως, ἀκράτωςindeclform (adverb) -
24 ἀκράτως
ἀκρά̱τως, ἄκρατοςunmixed: adverbialἀκρά̱τως, ἄκρατοςunmixed: masc /fem acc pl (doric)ἀ̱κράτως, ἀκράτωςindeclform (adverb) -
25 ακωλύτως
ἀκωλύ̱τως, ἀκώλυτοςunhindered: adverbialἀκωλύ̱τως, ἀκώλυτοςunhindered: masc /fem acc pl (doric) -
26 ἀκωλύτως
ἀκωλύ̱τως, ἀκώλυτοςunhindered: adverbialἀκωλύ̱τως, ἀκώλυτοςunhindered: masc /fem acc pl (doric) -
27 αμηνίτως
ἀμηνί̱τως, ἀμήνιτοςnot angry: adverbialἀμηνί̱τως, ἀμήνιτοςnot angry: masc /fem acc pl (doric) -
28 ἀμηνίτως
ἀμηνί̱τως, ἀμήνιτοςnot angry: adverbialἀμηνί̱τως, ἀμήνιτοςnot angry: masc /fem acc pl (doric) -
29 ανιάτως
ἀνιά̱τως, ἀνίατοςincurable: adverbialἀνιά̱τως, ἀνίατοςincurable: masc /fem acc pl (doric) -
30 ἀνιάτως
ἀνιά̱τως, ἀνίατοςincurable: adverbialἀνιά̱τως, ἀνίατοςincurable: masc /fem acc pl (doric) -
31 αοράτως
-
32 ἀοράτως
-
33 απειράτως
ἀπείρατοςadverbialἀπείρατοςmasc /fem acc pl (doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: adverbial (attic doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
34 ἀπειράτως
ἀπείρατοςadverbialἀπείρατοςmasc /fem acc pl (doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: adverbial (attic doric)ἀπειρά̱τως, ἀπείρητοςwithout trial: masc /fem acc pl (attic doric) -
35 απράτως
-
36 ἀπράτως
-
37 ασίτως
ἀσί̱τως, ἄσιτοςwithout food: adverbialἀσί̱τως, ἄσιτοςwithout food: masc /fem acc pl (doric) -
38 ἀσίτως
ἀσί̱τως, ἄσιτοςwithout food: adverbialἀσί̱τως, ἄσιτοςwithout food: masc /fem acc pl (doric) -
39 ατρύτως
-
40 ἀτρύτως
См. также в других словарях:
τώς — ὁ lentil masc acc pl (doric) τώς so indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τως — Α επίρρ. 1. (ως απάντηση στο ερωτ. πῶς και στο αναφ. ὡς) έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο 2. (δωρ. τ. αντί οὗ) όπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὕτως, αναλογικά προς το πῶς] … Dictionary of Greek
πεφροντικό(ν)τως — Α επίρρ. με φροντίδα, με επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφροντικώς, ότος τού φροντίζω] … Dictionary of Greek
ποττώς — τώς , ὁ lentil masc acc pl (doric) τώς , τώς so doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράτως — πρά̱τως , πρᾶτος adverbial πρά̱τως , πρᾶτος masc acc pl (doric) πρά̱τως , πρότερος before adverbial πρά̱τως , πρότερος before masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην … Hofmann J. Lexicon universale
ώς — (I) και ὧς Α επίρρ. 1. (τροπ.) α) (με δεικτ. σημ.) κατ αυτόν τον τρόπο, ἔτσι («οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἐκ τῆς μάχης ὣς ἐτράποντο», Ηρόδ.) β) παραδείγματος χάριν 2. φρ. «καὶ ὣς» και με όλα αυτά (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το δεικτικό επίρρ. ὥς ανάγεται σε ΙΕ τ.… … Dictionary of Greek
δυσαποκρίτως — δυσαποκρί̱τως , δυσαπόκριτος hard to answer adverbial δυσαποκρί̱τως , δυσαπόκριτος hard to answer masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσιάτως — δυσῑά̱τως , δυσίατος hard to heal adverbial δυσῑά̱τως , δυσίατος hard to heal masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκράτως — δυσκρά̱τως , δύσκρατος of bad temperament adverbial δυσκρά̱τως , δύσκρατος of bad temperament masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκράτως — εὐκρά̱τως , εὔκρατος well tempered adverbial εὐκρά̱τως , εὔκρατος well tempered masc/fem acc pl (doric) εὐκρατόω temper imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)